DBRS: Επιβεβαίωση του BB(low) και του σταθερού trend για την Ελλάδα
Στην επιβεβαίωση της βαθμίδας BB(low) όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας προχώρησε την Παρασκευή το βράδυ ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, διατηρώντας σταθερές και τις προοπτικές (trend).
Η επιβεβαίωση του σταθερού trend αποτυπώνει, σύμφωνα με τον οίκο, την άποψή του ότι η χώρα εισήλθε στην κρίση της πανδημίας του κορονοϊού έχοντας πίσω της αρκετά χρόνια ισχυρής δημοσιονομικής επίδοσης και με αρκετά υψηλά αποθέματα ρευστότητας.
Το γεγονός αυτό παρέχει στη χώρα μια ορισμένη δημοσιονομική ευελιξία, ώστε να αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις της κρίσης, σημειώνει η DBRS.
Η σημασία των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές έχουν εφαρμόσει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα για τον μετριασμό του αντίκτυπου του οικονομικού σοκ, αποτρέποντας το κλείσιμο επιχειρήσεων και τις μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής. Ωστόσο, το ξέσπασμα της COVID-19 έχει βαρύ αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας σε απότομη συρρίκνωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 15,2% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2020, μετά από μια ηπιότερη συρρίκνωση 0,5% το πρώτο τρίμηνο.
Η απότομη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ οφείλεται στα αυστηρά μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού και στην καθυστερημένη επανεκκίνηση της τουριστικής περιόδου. Ο τουριστικός τομέας, ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία και στην απασχόληση, θα πληγεί σοβαρά φέτος και η ανάκαμψή του θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πορείας του ιού, σημειώνει η DBRS.
Σε απάντηση στην κρίση, η κυβέρνηση έχει κινηθεί ταχέως και με σημαντικά μέτρα, που θα οδηγήσουν όμως σε σημαντικά υψηλότερο δείκτη δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, υπογραμμίζει ο οίκος.
Η επιβεβαίωση της βαθμίδας αξιολόγησης υποστηρίζεται από την ένταξη της Ελλάδας στο σύστημα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, υπογραμμίζει ο οίκος αξιολόγησης. Η κυβέρνηση μονοκομματικής πλειοψηφίας της χώρας έχει ισχυρή δέσμευση και δυναμική στην υλοποίηση της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας, σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τονίζει.
Δημοσιονομική σύνεση και Ταμείο Ανάκαμψης
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει διατηρήσει μια συνετή δημοσιονομική στάση, με αποτέλεσμα πέντε συναπτά έτη πρωτογενούς πλεονάσματος, υπερβαίνοντας τους δημοσιονομικούς της στόχους και οδηγώντας σε πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους.
Παρά τα πολύ υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Αγορών Έκτακτης Ανάγκης λόγω Πανδημίας (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διασφαλίζει την ικανότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές με ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης.
Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει ένα σημαντικό ποσό επιχορηγήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, ίσο με το 8,9% του ΑΕΠ, το οποίο πιθανότατα θα υποστηρίξει την ανάκαμψη και μια πιο βιώσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.
Όπως σημειώνει ο οίκος, οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησής του για την Ελλάδα επί τα βελτίω είναι:
1) η αποτελεσματική διαχείρισης της κρίσης του κορονοϊού και η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε σταθερή ανάπτυξη,
2) η συμμόρφωση της χώρας με τους κανόνες των ευρωπαϊκών θεσμών στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αντίθετα, παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση είναι:
1) η επίμονη αρνητική επίδοση της οικονομίας
2) η αντιστροφή ή η καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μακροπρόθεσμα και η κόπωση της δημοσιονομικής προσπάθειας
3) μια αναζωπύρωση της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αιτιολογική έκθεση
Στην αιτιολογική του έκθεση, ο οίκος αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος, ωστόσο τα κονδύλια της ΕΕ και τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί πιθανόν θα υποστηρίξουν την ανάκαμψη μακροπρόθεσμα.
Ειδικότερα, σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει σημαντική συρρίκνωση το τρέχον έτος, καθώς η πανδημία έχει οδηγήσει σε εξασθένιση της παγκόσμιας αλλά και της εγχώριας ζήτησης. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού που επιβλήθηκαν τον Μάρτιο και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί, οι οποίοι παρέμειναν σε ισχύ μέχρι τον Ιούλιο, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 7,9% του πραγματικού ΑΕΠ κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Σύμφωνα με τον οίκο, σχεδόν το ήμισυ της πτώσης που κατέγραψε η οικονομική δραστηριότητα προήλθε από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ ακολούθησαν η μείωση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Η τουριστική βιομηχανία, η οποία αντιπροσωπεύει μια σημαντική πηγή εσόδων και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, θα υποστεί σοβαρές απώλειες φέτος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 9% το 2020, υπογραμμίζει ο οίκος.
Η DBRS σημειώνει ωστόσο ότι η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία επέτρεψε τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων τον Μάιο, τα οποία, μαζί με τα δημοσιονομικά μέτρα, απέτρεψαν το ουσιαστικό κλείσιμο των επιχειρήσεων και την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας μέχρι στιγμής.
Σημειώνει δε ότι η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις στην ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει ταχεία οικονομική ανάκαμψη. Προσθέτει ωστόσο ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ενίσχυση των προοπτικών ανάπτυξης, με τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και με τη μείωση της γραφειοκρατίας, που στο παρελθόν αποτέλεσε τροχοπέδη για τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Επιπλέον, η Ελλάδα θα επωφεληθεί ουσιαστικά από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, καθώς η χώρα πιθανότατα θα λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις και δάνεια, πλέον των 40 δισ. από το Ταμείο Συνοχής.
Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η ικανότητα της Ελλάδας να βελτιώσει την ικανότητα απορρόφησής πόρων, διατηρώντας παράλληλα τη δυναμική στη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια, θα είναι καθοριστικής σημασίας για τον ρυθμό οικονομικής ανάκαμψης.
Εξωτερικές ανισορροπίες – επιδείνωση του τουρισμού που αντισταθμίζεται εν μέρει από πιθανές εισροές από την ΕΕ
Μετά από χρόνια μεγάλων ελλειμμάτων, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ως μερίδιο του ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά από -15% το 2008 σε -1,4% το 2019. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, η οποία αυξήθηκε κατά περισσότερο από δεκαεπτά ποσοστιαίες μονάδες από το 2010 έως το 2019.
Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, που οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου, με τις αφίξεις αλλοδαπών να αυξάνονται κατά σχεδόν 26% την περίοδο 2016-2019, αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια υγειονομική κρίση την τρέχουσα χρονιά. Ωστόσο, θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τις ροές κεφαλαίων της ΕΕ και από τη μείωση των εισαγωγών που σχετίζονται με τον τουρισμό, συμπληρώνει ο οίκος.
Οι διεθνείς αφίξεις μειώθηκαν κατά 80% και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά 86% την περίοδο από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2020, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ωστόσο αναμένεται μια μικρή ανάκαμψη με την συμπερίληψη των στοιχείων του Αυγούστου, παραδοσιακά του ισχυρότερου μήνα της τουριστικής περιόδου.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να επιδεινωθεί φέτος διαμορφούμενο περίπου στο -5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 153% του ΑΕΠ το 2019, από 89% το 2011, αντανακλώντας κυρίως το εξωτερικό χρέος του δημόσιου τομέα. Το επίπεδο αναμένεται να παραμείνει υψηλό λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των δανείων του επίσημου τομέα από το εξωτερικό προς το ελληνικό Δημόσιο, αναφέρει ο καναδικός οίκος.
Τα έκτακτα μέτρα θα οδηγήσουν σε υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος
Μετά από πέντε διαδοχικά έτη υπεραπόδοσης του δημοσιονομικού πλεονάσματος, το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα τραπεί σε αρνητικό φέτος, καθώς το ξέσπασμα του κορονοϊού επηρεάζει το ισοζύγιο των δημόσιων οικονομικών. Σε απάντηση στην COVID-19, η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας και τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Τα πακέτα υποστήριξης που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνουν (1) προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας και οικονομική υποστήριξη στους αυτοαπασχολούμενους (2) αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης (3) μείωση του ΦΠΑ στα εμπορεύματα που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της πανδημίας και (4) υποστήριξη της ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω εγγυήσεων δανείων και αναβολής πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Το κόστος του δημοσιονομικού πακέτου εκτιμάται στο 8,3% του ΑΕΠ του 2019.
Επιπλέον, η καταβολή αναδρομικής αποζημίωσης στους συνταξιούχους μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις συντάξεις θα αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος, σημειώνει η DBRS.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ένα γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης 9% του ΑΕΠ για φέτος, σε σύγκριση με ένα μικρό πλεόνασμα 0,6% το 2019. Για να υποστηρίξει τα δημοσιονομικά μέτρα προς αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως δημοσιονομικός στόχος για το 2021 δεν υφίσταται πλέον για την Ελλάδα, ενώ νέοι στόχοι μετά θα συμφωνηθούν με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για την περίοδο από το 2022 και εξής.
Δεδομένων των αβεβαιοτήτων γύρω από την εξέλιξη της πανδημίας και της πιθανής ανάγκης για επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα, η DBRS Morningstar οδηγείται σε μια αρνητική ποιοτική αξιολόγηση του δομικού στοιχείου της “Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Πολιτικής”.
Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, τονίζει η DBRS, η Ελλάδα εφάρμοσε διάφορες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και βελτίωσαν τη δημοσιονομική της διαχείριση, με αποτέλεσμα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% του ΑΕΠ – κατά μέσο όρο – από το 2016.
Παρά τη σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, η παρατεταμένη παρέκκλιση από τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
Υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ, με ταυτόχρονη ύπαρξη “ελαφρυντικών” παραγόντων
Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί εν μέσω μέτρων αντιμετώπισης του οικονομικού αντίκτυπου της COVID-19, φθάνοντας το 197,4% του ΑΕΠ φέτος προτού μειωθεί στο 184,7% του ΑΕΠ το 2021, σύμφωνα με το σχέδιο του Προϋπολογισμού του 2021.
Ο όγκος του χρέους παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ωστόσο οι ελαφρυντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το γεγονός ότι ο επίσημος τομέας κατέχει περίπου το 80% του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, υπογραμμίζει ο καναδικός οίκος. Επίσης, το χρέος έχει πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια 20,2 ετών (στοιχεία Ιουνίου 2020) και το μεγαλύτερο μέρος του χρέους χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια, με περισσότερο από το 90% του χρέους σε σταθερά επιτόκια, μετριάζοντας τους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξημένη μεταβλητότητα της αγοράς.
Επιπλέον, η συμμετοχή της Ελλάδας στο PEPP της ΕΚΤ συμβάλλει σε πιο ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης, όπως φαίνεται στις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων από τη χώρα με ιστορικά χαμηλές αποδόσεις.
Το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας που ανέρχεται περίπου σε 37 δισεκατομμύρια ευρώ στηρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας για ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των παραγόντων της αγοράς. Τα συγκεκριμένα αποθεματικά μειώνουν τους κινδύνους αποπληρωμής και οδηγούν σε μια θετική ποιοτική αξιολόγηση στο δομικό στοιχείο “Χρέος και ρευστότητα”.
Η COVID-19 θα επιβραδύνει τον ρυθμό μείωσης των NPEs, αλλά η εποπτική “χαλάρωση” ελαττώνει την πίεση
Με βάση κυρίως πωλήσεις και διαγραφές, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος συνέχισαν να μειώνονται κατά το 2019, φθάνοντας τα 68,5 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του έτους. Παρ’ όλο που τα NPLs έχουν μειωθεί κατά 38,7 ευρώ δισεκατομμύρια από το υψηλό του Μαρτίου του 2016, αντιπροσώπευαν στα τέλη του περασμένου έτους το 40,6% του συνόλου των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και το επιδεινούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον που σχετίζεται με την κρίση της COVID-19, οι τράπεζες προχώρησαν σε περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 κατά σχεδόν 9 δισεκατομμύρια ευρώ, με τον δείκτη των NPLs να μειώνεται περαιτέρω, στο 36,7%.
Η μείωση αυτή αντικατοπτρίζει κυρίως την ολοκλήρωση συναλλαγής τιτλοποίησης της Eurobank στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής” δανείων ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι άλλες τρεις συστημικές τράπεζες έχουν επίσης ανακοινώσει σχέδια για χρήση του προγράμματος, ενώ συνεχίζουν επίσης να προχωρούν στην πώληση χαρτοφυλακίων NPLs. Εάν το μεγαλύτερο μέρος των τιτλοποιήσεων NPLs που εκτελούνται επί του παρόντος ολοκληρωθούν εντός του 2020, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα έχει μειωθεί συνολικά κατά 20 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο έτος.
Η αβεβαιότητα, ωστόσο, η οποία προκαλείται από την πανδημία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την έγκαιρη ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών, αναφέρει η DBRS.
Επιπλέον, η εγχώρια αναστολή αποπληρωμής δανείων που χορηγήθηκε από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες για την ανακούφιση της πίεσης σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, με τα δάνεια σε μορατόριουμ πληρωμών να κινούνται περίπου στα 18,9 δισ. ευρώ στα τέλη Μαΐου 2020.
Η απόφαση, ωστόσο, της ΕΚΤ να χαλαρώσει προσωρινά τους κανόνες περί εγγυήσεων και η αποδοχή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου ως collateral έχει βελτιώσει τη θέση ρευστότητας των τραπεζών και την ικανότητα υποστήριξης νέων δανείων.
Η αντίδραση της κυβέρνησης στην κρίση μέχρι στιγμής και η συνεχιζόμενη δέσμευση της για μεταρρυθμίσεις είναι ενθαρρυντικές
Σε απάντηση στην κρίση της COVID-19, η κυβέρνηση σχεδίασε μια ταχεία αντίδραση και απέτρεψε μια σοβαρή κρίση – μέχρι στιγμής – σε υγειονομικό επίπεδο. Η αύξηση, ωστόσο, των λοιμώξεων σε 64 κρούσματα ανά 100.000 τις τελευταίες 14 ημέρες οδήγησε στην επιβολή επιπλέον περιορισμών και αυξάνει την οικονομική αβεβαιότητα.
Από την εκλογή της στην κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019, η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στο ξεμπλοκάρισμα μεγάλων επενδυτικών σχεδίων και στη μείωση της γραφειοκρατίας.
Η DBRS Morningstar βλέπει την πρόσφατη προσπάθεια βελτίωσης της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης μέσω της ψηφιοποίησης ενός σημαντικού αριθμού διαδικασιών ως θετική και, εάν συνεχιστεί, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης θεωρεί ότι η βελτίωση στο πολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική αξιολόγηση για το δομικό στοιχείο “Πολιτικό περιβάλλον”.
Γιώργος Δ. Παυλόπουλος – Χρήστος Γαδ
πηγή:mikrometoxos.gr