Το τίμημα της ανισότητας
Του οικονομολόγου Παναγιώτη (Τάκη) Κ. ΜΥΛΩΝΑ
Έχοντας διαβάσει το -500 σελίδων- βιβλίο, του -κατόχου ΝΟΜΠΕΛ Οικονομίας, 2001- Joseph E. Stiglitz, με τίτλο: «Η Μεγάλη Αυταπάτη», αναρωτήθηκα για το πώς: δεν συμβούλευσε εύστοχα και τον δικό μας Γ.Α.Π. (τον Γ. Α. Παπανδρέου), ο οποίος τον είχε ορίσει ως έναν απ’ τους συμβούλους του.
Με το βιβλίο, «Η Μεγάλη Αυταπάτη», ο Νομπελίστας Stiglitz, κατέθετε αναλυτικά -για χώρα προς χώρα, με παρρησία κι αυτοκριτική διάθεση- την 7ετή εμπειρία του για την παγκόσμια οικονομία (ως πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου Κλίντον κι ως επικεφαλής των οικονομολόγων της «Παγκόσμιας Τράπεζας»). Στο βιβλίο αυτό ο Stiglitz, εξομολογούταν την διαπίστωσή του, πως το Δ.Ν.Τ. και οι άλλοι μείζονες θεσμοί, έθεταν τα συμφέροντα της «Γουόλ Στριτ» και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, υπεράνω των καλώς εννοούμενων συμφερόντων των φτωχότερων εθνών, παίζοντας πάντα με «σημαδεμένη οικονομική τράπουλα».
Οι αρνητικές επιπτώσεις της ανισότητας
Με εύλογο, λοιπόν, το ενδιαφέρον μου για τις απόψεις του Stiglitz, απέκτησα το δίτομο νεότερο βιβλίο του -Copyright 2012- με τον τίτλο: «Το Τίμημα της Ανισότητας». Στο νεότερο αυτό βιβλίο του, ο Stiglitz -μέσα από ένα κατακλυσμό πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων- κατέδειξε πως: η ανισότητα των εισοδημάτων στο δυτικό κόσμο γιγαντώνεται ολοένα και εμποδίζει την ανάπτυξη. Και αποκαλύπτει, σε αυτό, ότι: «το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, στις ΗΠΑ, απολάμβανε το 65% της αύξησης των εισοδημάτων πριν από την κρίση του 2008 και βαίνει ολοένα αυξανόμενο σήμερα». Και επίσης, πως: «η διχασμένη -απ’ την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα- κοινωνία μας, θέτει σε κίνδυνο το μέλλον όλων μας». Στο έργο αυτό του Stiglitz καταδεικνύεται, εξάλλου, πως: η αύξηση της ανισότητας φέρνει αρνητική επίδραση στη λειτουργία της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της οικονομίας, παρ’ ότι, ορισμένοι «ημιμαθείς» -ή ακραίων συντηρητικών αντιλήψεων- το αρνούνται. Ενδεικτικά παραθέτει κάποια απτά παραδείγματα των ισχυρισμών του: όπως εκείνο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 (όπου, η ανισότητα -τότε εκεί- έφτανε σε τόσο ανησυχητικά επίπεδα, ώστε βάσιμα να θεωρείται ως αίτιο της κρίσης), αλλά κι αυτό, της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας. Παραδείγματα, που σχετίζονταν στενά -ως συμπτώματα ασθένειας- με τη διογκούμενη και σήμερα ανισότητα.
Άλλωστε κι η Βραζιλία -λέει ο συγγραφέας- η οποία είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ανισότητας στο κόσμο, στην δεκαετία του 1990, συνειδητοποίησε τους κινδύνους της, τόσο ως προς τον κοινωνικό και πολιτικό διχασμό που υφίστατο, όσο και τις αρνητικές προοπτικές που είχε η οικονομική της μεγέθυνση και πρόλαβε να διορθώσει –κάπως- την κατάσταση. Έτσι, με την κυβερνητική πολιτική του τότε προέδρου της, Λούλα ντα Σίλβα, μέσα από την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, κυρίως, περιόρισε την πείνα και τη φτώχεια στη χώρα και έτσι ενίσχυσε την οικονομική της μεγέθυνση. Την πορεία όμως αυτή της Βραζιλίας, ανάσχεσε η διάδοχός του, Ρουσέφ, με την επέκταση των φαινομένων διαφθοράς και την αποκάλυψη του σκανδάλου των πετροδολαρίων, σε Ελβετικές Τράπεζες, των συγγενών της, καθώς και του Λούλα ντα Σίλβα, όπως δημοσιογραφικά αποκαλύφθηκε τελευταία.
Ανισότητα και οικονομία
Η μεγέθυνση της οικονομίας, διεθνώς, ήταν πάντα εντονότερη σε περιόδους όπου η ανισότητα βρισκόταν σε χαμηλότερα επίπεδα και μειωνόταν όταν η ανισότητα αυξανόταν. Κι αυτό ίσχυε όχι μόνο για τις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεκαετίες, αλλά και για τη δεκαετία του 1990. Η οικονομική ανάπτυξη διευρύνθηκε περισσότερο όπου υπήρξε μεγαλύτερη οικονομική ισότητα. Εκεί, οι λεγόμενοι συντελεστές «Gini», διαμορφώνονται σε τιμές που είναι έως και κατώτερες του 0,3 του σχετικού δείκτη. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται, η Σουηδία, η Νορβηγία και η Γερμανία. Ενώ οι πιο άνισες κοινωνίες έχουν συντελεστές «Gini» που είναι από 0,5 και πάνω. Τέτοιες τιμές παρουσιάζονται σε πολλές χώρες της Αφρικής, χωρίς να εξαιρείται απ’ αυτές κι η Ν. Αφρική, παρά την κατάργηση του «άπαρτχαϊτ», καθώς και της Λατινικής Αμερικής, που αποτελούν περιπτώσεις διχασμένων και δυσλειτουργικών κοινωνιών και με σοβαρές αγκυλώσεις στην οικονομία. Σήμερα, όμως η ανισότητα αυξήθηκε και λόγω της «νεοφιλελεύθερης» (μονεταριστικής) «παγκοσμιοποίησης», αφού, η στενή συνεργασία των οικονομιών της υφηλίου έκανε περισσότερο ατιθάσευτες τις δυνάμεις της αγοράς. Έτσι, παρά την μείωση του κόστους, στις μεταφορές κι επικοινωνίες και την μείωση των φραγμών στο εμπόριο, που προκάλεσε η «παγκοσμιοποίηση», αυτή συνέβαλε και στη διόγκωση της ανισότητας διεθνώς, μέσα από το «ντάμπιγκ» που -αντικειμενικά- επέβαλε στο εργατικό κόστος. Ο ιδιαίτερος τρόπος που διαχειριστήκαμε την «παγκοσμιοποίηση» την κατέστησε «ασύμμετρη απειλή» που μας οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση των μισθών, επειδή ελαχιστοποιήθηκε η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων κι αυτό οφείλεται -εν μέρει- στο ότι: αυτό το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, επιδίωξε να είναι έτσι τα πράγματα, συμπεραίνει -σε ελεύθερη απόδοση- κι ο συγγραφέας.
Η Ελλάδα
Ωστόσο, αν τα συμπεράσματα αυτά ισχύουν για όλο τον κόσμο, ισχύουν και για τη χώρα μας. Κι εμείς, που συρθήκαμε στην άβυσσο της πιο αιμοβόρας οικονομικής ύφεσης, παγκοσμίως, μένουμε άφωνοι θεώμενοι την πιο εκρηκτική χρεοκοπία μας. Μια χρεοκοπία στην οποία μας έριξαν τα πεπραγμένα μιας κλεπτοκρατίας που ακόμα μας εμπαίζει κι η οποία διεύρυνε κατακόρυφα την προϋπάρχουσα οικονομική ανισότητα μας.
Αφού διένειμε τις δανειακές συμβάσεις («Μνημόνια») που υπόγραψε με σαφή διάκριση: γι’ άλλους τα προϊόντα των δανείων (Τράπεζες, ημέτερους κ.λπ.) και για άλλους τις υποχρεώσεις και τα βάρη τους. Αφού άλλωστε, όχι μόνο δεν ελέγχθηκαν ακόμα οι υπεύθυνοι που μας έφεραν στην κρίση, αλλά καρκινοβατεί η κάθαρση και οι έλεγχοι των λαθροχειριών τους, όπως είναι και οι έλεγχοι στις λίστες «Λιχνεστάιν», «Λουξεμβούργου», «Ακινήτων του Λονδίνου», «OFF SHORE» εταιρειών κ.λπ., πλην ίσως αυτής της λίστας «Λανγκάρτ». Ενώ αντίθετα, αυξήσαμε την κοινωνική ανισότητα και μέσα στην κρίση. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό του πληθυσμού κάτω του «ορίου φτώχειας», αυξήθηκε από 20,1% το 2008, σε 35,8% το 2013. Μεγάλη αύξηση παρουσίασε, επίσης, στην ίδια αυτή περίοδο, τόσο ο δείκτης «Gini», όσο κι η σχέση του εισοδήματος και η απόσταση, που χωρίζει: το 20% του πλουσιότερου πληθυσμού, από το 20% του φτωχότερου.
Εξάλλου, μέσα στο 2015, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού της χώρας, αύξησε την απόσταση που χώριζε, από το φτωχότερο 10% του πληθυσμού, κατά 9,6%. Και πλέον αυτών. Σε προηγούμενο φύλλο του οικονομικού ένθετου της «Καθημερινής», συναντά κανείς τις ακόλουθες εντυπωσιακές πληροφορίες, τις οποίες -με τη σχετική ανάλυσή τους- αναδημοσιεύει στο άρθρο του και ο Κώστας Καλλίτσης. Πρόκειται για τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών-μελετών, από δύο Γερμανικά Ιδρύματα.
Το ένα είναι το «Bertelsmann», ο μεγαλύτερος γερμανικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός που δραστηριοποιείται στα ΜΜΕ, με 105.000 εργαζόμενους. Πριν λίγες μέρες δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα της έρευνάς του, για την κοινωνική δικαιοσύνη στις 28 χώρες της Ε.Ε. Στο άρθρο του αυτό ο Κ. Καλλίτσης σημειώνει: «Το λιγότερο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η κατάταξη της χώρας μας στην χειρότερη θέση. Είναι 28η στη γενική κατάταξη, 25η στην αντιμετώπιση της φτώχειας, 28η στην παροχή ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης, 28η στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας, και πρώτη στους μακροχρόνια ανέργους και την ανεργία των νέων, 28η στην κοινωνική συνοχή, 25η στην ισοκατανομή των εισοδημάτων, 24η στην πρόσβαση στην περίθαλψη και 28η στη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών. Ζούμε σε βάρος των παιδιών μας, χωρίς πολιτικές στήριξης στο ξεκίνημά τους, καταστρέφοντας το περιβάλλον που θα ζήσουν, δεν επενδύουμε στην έρευνα, κληροδοτούμε κι ένα τεράστιο χρέος. Αλλά η έρευνα δεν έγινε για την Ελλάδα, έγινε για την Ευρώπη.»
Το άλλο είναι το Ίδρυμα «Friedrich Ebert», με σχέσεις με το συγκυβερνών κόμμα (SPD), του οποίου η προχθεσινή δημοσίευση μιας τεκμηριωμένης μελέτης του, εισηγείται την καθιέρωση του κατώτερου μισθού σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, το ύψος του οποίου θα ανέλθει -σταδιακά- στο 60% του μέσου εθνικού μισθού. Διότι σήμερα -όπως αναφέρει η μελέτη- οι κατώτατοι μισθοί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι τόσο χαμηλοί, ώστε δεν αποτρέπουν την φτώχεια λόγω εισοδήματος. Κι όπως υποσημειώνει σχετικά ο Κ. Καλλίτσης: «Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2012), ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα καλύπτει το 43% του μέσου εθνικού μισθού και η χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες ευρωπαϊκές θέσεις»…
Ενδεικτικοί, εξάλλου, της κατάστασης που βιώνουμε με τα Μνημόνια, είναι κι οι 6 αριθμοί που -σε πρωτοσέλιδό της- δημοσίευσε η εφημερίδα Guαrdian, στις 18-6-2015, αναφερόμενη στην ελληνική οικονομική κρίση.
Και αυτοί είναι οι εξής:
-
H πτώση του Α.Ε.Π. ξεπέρασε το 25%.
-
Μειώθηκε κατά 28%, η απασχόληση των εργαζομένων στο Δημόσιο τομέα.
-
Σημειώθηκε πτώση κατά 28,5%, στην κατανάλωση τροφίμων.
-
Μείωση, κατά 61%, στην μέση σύνταξη, που κατρακύλησε ήδη στα 833 Ευρώ.
-
Καταγράφηκε αναρρίχηση της ανεργίας στο 26%. Στους δε νέους μέχρι 25 χρονών, η ανεργία ξεπερνά το 50% και
-
Το 45% των συνταξιούχων βρίσκονται κάτω του “ορίου φτώχειας“…
Συμπέρασμα
Σήμερα, η «Παγκοσμιοποίηση», είναι εκείνη που εξωθεί, όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά, σε κοινωνικό και περιβαλλοντικό «damping» (στην επιθετική εκείνη οικονομική τακτική, της επιβολής χαμηλών «στάνταρ», στο κόστος παραγωγής, στη διαβίωση των ανθρώπων και στην προστασία του περιβάλλοντος, με αντικειμενικό σκοπό, την οικονομική κυριαρχία των ιδιοκτητών των μονοπωλίων). Ο δε χρηματιστηριακός καπιταλισμός που αναπτύσσεται με την «Παγκοσμιοποίηση», στοχεύει να μειώσει την ισχύ κάθε Κράτους και να το θέσει υπό την οικονομική κηδεμονία των ισχυρότερων του, δημιουργώντας σε αυτό μορφές παράλληλης διακυβέρνησης. Συγχρόνως όμως, η ένταση αυτή του παγκόσμιου ανταγωνισμού, μετατρέπεται στην πιο «σκούρα» πλευρά του καπιταλισμού και της «εκμετάλλευσης του ανθρώπου απ΄ τον άνθρωπο».
Το παραπάνω άρθρο έχει δημοσιευτεί το 2016, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ της Ζακύνθου