Κατανάλωση, Αποταμίευση, Ρευστότητα, και Πληθωρισμός

H κρίση της Covid-19 σημαίνει ότι η κατανάλωση απουσιάζει από την οικονομία. Μία μεγάλη μερίδα των ανθρώπων έπαψε να εργάζεται και έτσι τα εισοδήματά τους εξαερώθηκαν, δεν παρήχθησαν δηλαδή αλλά συγχρόνως οι άνθρωποι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους. Στην ευρωζώνη το 2020 έφθασαν στο 20% του διαθέσιμου εισοδήματος και οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν με τον υψηλότερο ρυθμό μετά το 2013 (20 δισ. στην Ελλάδα). Είναι αποταμιεύσεις ασφάλειας και ήταν και αναγκαστικές αποταμιεύσεις, αφού οι πολίτες δεν είχαν πού να ξοδέψουν την αγοραστική τους δύναμη.

Πού βρέθηκαν όμως οι αποταμιεύσεις αυτές; Μα στην αύξηση του δημόσιου δανεισμού! Ο προσεκτικός αναλυτής μπορεί να δει ότι στην Ελλάδα αυξήθηκαν όσο αυξήθηκε σχεδόν ο δημόσιος δανεισμός! Με άλλα λόγια η οικονομική πολιτική πέτυχε να δημιουργήσει οικονομική ασφάλεια. Ομως θα πρέπει να επανεκκινήσει την οικονομία, κινητοποιώντας τις καταθέσεις να επενδυθούν. Διότι εάν η αύξηση των αποταμιεύσεων μείνει ανεκμετάλλευτη, η ύφεση θα χτυπήσει την πόρτα της οικονομίας. Και εδώ έρχεται ο ρόλος των επενδύσεων και μάλιστα των δημόσιων επενδύσεων, αφού οι πολίτες δεν πρόκειται εύκολα και γρήγορα να γίνουν επενδυτές. Ηρθε λοιπόν η εποχή των μεγάλων δημόσιων επενδύσεων (υποδομές στις ΗΠΑ, ευρωπαϊκά κεφάλαια κ.τ.λ.) και οι αποταμιεύσεις να μετατραπούν σε επενδύσεις. Ετσι τελικά το χρέος να μετατραπεί σε επενδύσεις!

Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει οι τράπεζες να λειτουργούν, το κόστος δανεισμού να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα και για αυτό οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να αγοράζουν (απόφαση ΕΚΤ στις 10/6 με 20 δισ. ανά εβδομάδα) τίτλους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και οι ΗΠΑ να μην περάσουν στη φάση του περιορισμού της Fed. Ομως αυτή η συνεχής αύξηση της ρευστότητας στις οικονομίες, μαζί με τις προσδοκίες της οικονομικής ανάπτυξης και τους ταυτόχρονους περιορισμούς στην προσφορά αγαθών (κυρίως πρώτες ύλες, πετρέλαιο) οδήγησαν τον πληθωρισμό να δείξει ένα πρωτοφανές πρόσημο (+5% στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη να προσεγγίσει τον στόχο των 2%). Ομως οι αγορές αλλά και οι αναλυτές εκτιμούν ότι παρατηρούμενες αυξήσεις στα είδη π.χ. που αντικατοπτρίζουν τη μετά Covid ζήτηση ή υποφέρουν από τους περιορισμούς στην προσφορά δεν είναι αρκετές να προσδώσουν μία δυναμική στις πληθωριστικές προσδοκίες, αφού οι δυνατότητες των οικονομιών είναι αρκετά μεγαλύτερες του βαθμού που δραστηριοποιούνται.

Βέβαια, σε οικονομίες σαν τη δική μας που υπάρχουν ισχυρές ολιγοπωλιακές συγκεντρώσεις και η λειτουργία τους δεν είναι όπως την περιγράφουν τα εγχειρίδια του ελεύθερου ανταγωνισμού, μπορούν να δημιουργηθούν αγκυλώσεις με απουσία πληθωρισμού και ειδικές αυξήσεις, π.χ. σε κατασκευαστικά υλικά. Στην περίπτωση αυτή η επαναδραστηριοποίηση των επενδύσεων θα αντιμετωπίσει εμπόδια και θα αυξηθούν οι «μαύρες συναλλαγές», αφού όταν αυξάνεται η οικονομική δραστηριότητα (επαναδραστηριοποίηση τουρισμού, οικοδομών κ.τ.λ.) σε ένα περιβάλλον αύξησης τιμών, σπανιότητας προσφοράς και υψηλής φορολόγησης εκρέουν συναλλαγές σε σκιώδεις δραστηριότητες.

Οταν η βιομηχανική μας παραγωγή αυξάνεται τον Απρίλιο, σε ετήσια βάση, κατά 22% (νομίζω ότι μόνο στην Κίνα βλέπουμε τέτοιες αυξήσεις) δείχνει ότι η δυναμική της οικονομίας επιστρέφει. Εμείς πρέπει να τη συντηρήσουμε φροντίζοντας τις επενδύσεις και να αγνοήσουμε τους φόβους του πληθωρισμού.

Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής ΕΚΠΑ

πηγή:ot.gr