Αρνητικές σε οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού οι εργοδοτικές οργανώσεις

Καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε στη διαδικασία για την υιοθέτηση του νέου κατώτατου μισθού, κατά την χθεσινή προφορική διαβούλευση όλων των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά υπό τον συντονισμό του προέδρου του ΟΜΕΔ καθηγητή κ. Κ. Παπαδημητρίου και τα μέλη της τριμελούς επιτροπής κυρία Σταματίνα Γιαννακούρου και κ. Μ. Αργυρού

Το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων επικαλέστηκαν την αρνητική συγκυρία – λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας – και υπογράμμισαν πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χορήγησης αύξησης στον κατώτατο μισθό. Σημείωσαν μάλιστα ότι ανάλογο ενδεχόμενο θα επιδεινώσει περαιτέρω την – ήδη – αρνητική εικόνα της αγοράς θα οδηγήσει σε αύξηση των απολύσεων, ενώ θα επιτείνει τα «λουκέτα» σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Χαρακτηριστικές είναι οι προτάσεις του ΣΕΒ ο οποίος ζητά αντί αύξησης, μείωση των εισφορών (μείωση του μη μισθολογικού κόστους) όπως και κατάργηση των τριετιών «ορισμός του κατώτατου μισθού ως μία ‘μοναδική αξία’».

Επίσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος που ζητά αντί αυξήσεων «φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους».

Η ΓΣΕΕ αντέκρουσε αυτές τις προτάσεις σημειώνοντας αφενός ότι το εισόδημα όσων αμείβονται με το κατώτατο μισθό είναι αφορολόγητο (άρα ποιες φοροελαφρύνσεις προτείνονται;), ενώ η μείωση του μη μισθολογικού κόστους οδηγεί σε απώλειες εσόδων σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης οι οποίες θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αναπληρωθούν.

Μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας η τριμελής επιτροπή σε συνεργασία με το ΚΕΠΕ, θα συντάξει το Σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης το οποίο μέχρι το τέλος Ιουνίου και υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας. Ακολούθως μέχρι τέλος Ιουλίου ο υπουργός Εργασίας, θα πρέπει να εισηγηθεί στο υπουργικό Συμβούλιο, τον νέο κατώτατο μισθό.

Όλες οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων

Ο Ο.Τ. παρουσιάζει αναλυτικά τις προτάσεις όλων των κοινωνικών εταίρων έτσι όπως καταγράφονται στα υπομνήματά τους.

1. ΣΕΒ (Βιομήχανοι): «Τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο της ταχύτερης οικονομικής ανάκαμψης που έχει ανάγκη σήμερα η Ελληνική οικονομία, και για την υποστήριξη του διαθεσίμου εισοδήματος και της απασχόλησης των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα δημιουργίας και αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία «μοναδική αξία», αποτελεί σημαντική σύγκλιση προς τις διεθνείς καλές πρακτικές».

2. ΓΣΕΒΕΕ (μικρομεσαίες επιχειρήσεις): Η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται υπέρ της επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων σημειώνοντας ότι «τα τελευταία χρόνια η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού έχει εργαλειοποιηθεί πολιτικά, με την εκάστοτε κυβέρνηση να στρεβλώνει τη διαδικασία». Ως προς την τρέχουσα διαδικασία η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει τα εξής: «Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για την διατήρηση των θέσεων εργασίας. Οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη». Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020.

Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί: o στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις (31,3% προς τον πρώην ΟΑΕΕ και 24,2% προς το ΙΚΑ) o στις φορολογικές της υποχρεώσεις (30,1%) o στις υποχρεώσεις ενοικίου (35,2%).

Περίπου 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί: o στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές (26,6%) o στις υποχρεώσεις για λογαριασμούς ενέργειας (26,3%) και λοιπούς λογαριασμούς (25,1%).

Σχεδόν 1 στις 2 (44,6%) από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό δάνειο δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του το επόμενο διάστημα.

3. ΕΣΕΕ (έμποροι) : Οι εκπρόσωποι των εμπόρων σημειώνουν ότι η πανδημία έχει επιδεινώσει ραγδαία το υφιστάμενο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον ενώ έχει διογκώσει την αβεβαιότητα. «Στην παρούσα συγκυρία, τα μέτρα στήριξης της οικονομίας λόγω της πανδημίας λειτούργησαν ανακουφιστικά αλλά θα αποσυρθούν σύντομα. Η αναπόφευκτη μείωση/απόσυρση των μέτρων καθώς η οικονομία θα επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα είναι πολύ πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια στην αγορά εργασίας. Πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα καταστούν μη βιώσιμες, και τότε θα διογκωθούν οι ανοδικές πιέσεις στην ανεργία, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη πως μόνο οι “micro” επιχειρήσεις απασχολούν το 54% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτό λοιπόν το ρευστό και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα».

4. ΣΕΤΕ (τουριστικές επιχειρήσεις): «Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021. Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020. Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού».

5. ΣΒΕ (βιομήχανοι βορείου Ελλάδος): «Δε νοείται αύξηση του κατώτατου μισθού, με παράλληλη μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που θα κληθούν τελικά να επωμισθούν αφενός την αύξηση που θα συμφωνηθεί και αφετέρου το μη μισθολογικό κόστος που θα προκύψει από αυτήν την αύξηση. Με βάση ακριβώς τη διαπίστωση της συσχέτισης της διάρθρωσης και λειτουργίας συνολικά της αγοράς εργασίας με την συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές και αρνητικές επιδράσεις στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων από το επίπεδο διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, ο ΣΒΕ προτείνει: Ο κατώτατος μισθός να παραμείνει και την επόμενη χρονιά στο ύψος των 650 ευρώ, αλλά να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και να εξεταστούν πιθανά άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους».

6. ΓΣΕΕ (εργαζόμενοι): «Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες σε ολόκληρη την Ευρώπη, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι στη χώρα μας, ακόμη, περίπου μέσα του 2021, δεν έχει αποφασιστεί καμία μεταβολή του κατώτατου μισθού. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Η πρόταση της ΓΣΕΕ (επεξεργασμένη από το Ινστιτούτο Εργασίας) προβλέπει την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού. Αυτό θα πρέπει να γίνει βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος. Για το 2021, ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ».

Κώστας Παπαδής

πηγή:ot.gr