Τα καρκινώματα του ελληνικού χρηματιστηρίου

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Κοντά στις 700 μονάδες επέστρεψε ο γενικός δείκτης στο ελληνικό χρηματιστήριο, με τις πιθανότητες για νέα χαμηλά έτους να αυξάνονται. Οι δύο βασικότερες αιτίες την υποχώρησης του γενικού δείκτη από τις αρχές της εβδομάδας, είναι το αρνητικό διεθνές κλίμα, και οι μετοχές των τραπεζών.

Κι εάν για τους εξωτερικούς παράγοντες δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα, δεν ισχύει το ίδιο και για τους εσωτερικούς. Εδώ και μια δεκαετία περίπου, όταν άρχισε η σταδιακή πτώση του ελληνικού χρηματιστηρίου, ουδείς ενδιαφέρθηκε για τα πραγματικά προβλήματα της χρηματιστηριακής αγοράς. Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, αποκλεισμός των επενδυτών σε κάποιες από αυτές, χαμηλός όγκος για πλειάδα μετοχών, έλλειψη αξιοπιστίας, αποτελούν μερικά μόνο από τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς.

Η υπόθεση της Folli-Follie δείχνει να κοστίζει πολλά περισσότερα στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, καθώς η έλλειψη αξιοπιστίας ενίσχυσε την καχυποψία των επενδυτών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ήδη από το 2016 υπήρχαν ανώνυμες καταγγελίες ότι κάτι τρέχει στην πάλαι ποτέ κραταιά εταιρεία, αλλά οι θεσμικοί φορείς κώφευαν, με αποτέλεσμα έπειτα από δύο χρόνια οι επενδυτές να χάσουν τα χρήματα τους. Και μάλιστα σε μια καίρια χρονική περίοδο, όπου το ελληνικό χρηματιστήριο δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ούτε έναν επενδυτή, ούτε ένα σεντς.

Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν επικρατούσε η άποψη ότι το χρηματιστήριο είναι ένα «αριστοκρατικό σπορ». Ε λοιπόν φθάσαμε πλέον στην εποχή του «αριστοκρατικού σπορ» ή για να το θέσουμε ακόμη καλύτερα, στην εποχή όπου δραστηριοποιούνται μόνο τα λόμπι και κάποιοι ρομαντικοί επενδυτές από το πάλαι ποτέ 1999.

Αναμφισβήτητα τα περισσότερα χρήματα την τελευταία δεκαετία χάθηκαν στις τραπεζικές μετοχές. Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, η κερδοσκοπία, αλλά και ο αποκλεισμός των μικροεπενδυτών από κάποιες αυξήσεις, κόστισαν σε χρήμα και σε αξιοπιστία στον θεσμό του χρηματιστηρίου.

Ποιος αλήθεια καλλιέργησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, ότι οι τράπεζες είναι ισχυρές και δεν έχουν ανάγκη; Ποιος αλήθεια πρότεινε σε ανυποψίαστους επενδυτές, οι οποίοι δεν είχαν εξοικείωση με την έννοια της επένδυσης, να συμμετάσχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών;

Για πoιο λόγο, η διοίκηση του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν κατάφερε να κάνει την Ελλάδα χρηματιστηριακό κέντρο των Βαλκανίων, ώστε να προσελκύσει μεγάλες εταιρείες της περιοχής, αλλά και επενδυτές, εκμεταλλευόμενη την πολιτική σταθερότητα της χώρας;

Για πoιο λόγο η έννοια της επένδυσης δεν «διδάχθηκε» στην πλειοψηφία των Ελλήνων, με αυτούς να συνεχίζουν να έχουν την εντύπωση του τζόγου για τον χώρο του χρηματιστηρίου; Ομόλογα του λαού και εγγυημένες τραπεζικές καταθέσεις, άφησαν επενδυτικά τον Έλληνα πολίτη αμόρφωτο, θεωρώντας μεγάλη επιτυχία σήμερα να καταφέρει να πάρει ένα 0,2% παραπάνω στα ήδη μηδενικά καταθετικά επιτόκια.

Ποιον εξυπηρετούν οι μετοχές των εταιρειών οι οποίες παραμένουν ζημιογόνες, πραγματοποιώντας ελάχιστο όγκο ημερησίως; Αυτό το ελληνικό χρηματιστήριο οραματιζόμαστε όλοι όσοι δραστηριοποιούμαστε σε αυτό; Για πιο λόγο δεν ανακοινώθηκαν ποτέ τα κέρδη τα οποία αποκόμισαν πριν από μερικά χρόνια ορισμένα funds, κερδοσκοπώντας στις τραπεζικές μετοχές; Ένα πρόστιμο κι όλα καλά.

Συνοψίζοντας, όλα τα παραπάνω ανάγκασαν αρκετούς επενδυτές να αφήσουν το ελληνικό χρηματιστήριο και να επενδύσουν τα χρήματα τους σε ξένες αγορές, όπου και οι αποδόσεις είναι μεγαλύτερες (με αυξημένο βέβαια τον κίνδυνο της ζημιάς), αλλά και επικρατεί σοβαρότητα και εμπιστοσύνη στον θεσμό. Με ενεργούς κωδικούς των 15.000-20.000 μηνιαίως, δυστυχώς οι προοπτικές του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν είναι μεγάλες, καθώς, οι θεσμικοί παράγοντες δεν διδάχθηκαν τίποτα από το 1999, καταδικάζοντας χρηματιστήριο και επενδυτές στην αφάνεια.