Την 1η Μαρτίου 2002, πριν από 16 χρόνια, ο Σημίτης μας βάζει στην ευρωζώνη
Την 1η Μαρτίου 2002, πριν από 16 χρόνια, ο τότε αλήστου μνήμης πρωθυπουργός των Ιμίων και όχι μόνο Κωσταντίνος Σημίτης, με τον τότε υπουργό οικονομικών Γιάννο Παπαντωνίου, σήμερα υπόδικο απέναντι στη δικαιοσύνη και τον Λουκά Παπαδήμο άνθρωπων των Γερμανών,μας έβαλαν βαθειά μέσα στην ευρωφυλακή. Την 1η Μαρτίου 2002 η Ελλάδα εγκαταλείπει τη δραχμή με την οποία έζησε καλά έως και πολύ καλά για περίπου 180 χρόνια. Τότε έληξε η δίμηνη περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας του ιστορικού εθνικού μας νομίσματος και του ευρώ που καθιερλωθηκε την 1η Ιανουαρίου 2002.
Η σύγχρονη ελληνική τραγωδία που βιώνουμε σήμερα άρχισε τότε. “Δώσε σε εμένα το δικάιωμα να εκδίδω χρήμα και άσε τους άλλους να εκδίδουν νόμους” έχει πει ο μεγαλοτραπεζίτης Αρτσιμπαλντ Ρότσιλντ. Κάτι ήξερε αυτός,προφανώς.
Η απόσυρση των δραχμών και η αντικατάστασή τους από τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα του ευρώ έγινε απρόσκοπτα. Ήδη, στο τέλος Ιανουαρίου του 2002, το μερίδιο των χαρτονομισμάτων ευρώ ανερχόταν σε 74% επί του συνόλου των κυκλοφορούντων, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για τη ζώνη του ευρώ ήταν 68%.Μέχρι δε τις 28 Φεβρουαρίου είχαν αποσυρθεί περίπου 2,7 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 90% των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία στο τέλος του 2001.
Η διαδρομή προς το ευρώ ήταν μακρά και δεν χαρακτηρίστηκε πάντα από τη δημοσιονομική προσήλωση που απαιτούσαν τα 5 κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ για την υπαγωγή στο ενιαίο νομισματικό περιβάλλον της Ευρώπης. Ο Κώστας Σημίτης είχε θέσει ως στόχο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ το αργότερο έως 2001, ήτοι δύο χρόνια μετά τις υπόλοιπες χώρες, αλλά πριν εισαχθεί το ευρώ στη φυσική του μορφή.Η συμμετοχή από 1.1.1999 δεν ήταν εφικτή, καθώς βασιζόταν στα οικονομικά στοιχεία του 1997. Ενα από τα κριτήρια που δεν πληρούσε η Ελλάδα τη χρονιά εκείνη ήταν η συμμετοχή επί δύο έτη στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ).
Σε σύσκεψη στις 15 Ιουλίου 1997 -με υπουργό Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο, αποφασίστηκε να επιδιωχθεί η εισαγωγή της δραχμής στον ΜΣΙ την άνοιξη του 1998.Στη συνέχεια, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για την κατάλληλη ισοτιμία. «Χρειαζόταν μία ισοτιμία αξιόπιστη και διατηρήσιμη, που δεν θα δεχόταν πιέσεις, αλλά θα ήταν παράλληλα συνεπής με τον στόχο της περαιτέρω υποχώρησης του πληθωρισμού» ανέφερε στην Καθημερινή ο κ. Παπαδήμος. Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάστηκε διαφορετικά σενάρια για το σωστό επίπεδο της υποτίμησης, ενώ αναλύσεις έγιναν και από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και το γραφείο του πρωθυπουργού. Τελικά υπήρξε σύγκλιση γύρω από μία υποτίμηση της τάξης του 10-12%.
Ιδιαίτερο σκεπτικισμό για την ελληνική πρόταση εξέφραζαν τότε οι Γερμανοί, που μιλούσαν για ανάγκη υποτίμησης ακόμα και πάνω από 20%.Τελικά συμφωνήθηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% και η εισαγωγή της στον ΜΣΙ με ισοτιμία 357 δραχμές/ECU και εύρος διακύμανσης +/- 15%, η οποία και ανακοινώθηκε –εξυπακούεται- αιφνιδιαστικά στις 16 Μαρτίου του 1998.
Τον Δεκέμβριο του 1999 η ελληνική κυβέρνηση υποβάλλει το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και στις 15 Ιανουαρίου 2000 οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και η ΕΚΤ αποφασίζουν την ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής κατά 3,5%. Με την απόφαση αυτή η ισοτιμία από 353 δρχ. /ευρώ καθορίζεται στις 340,750 δρχ.
Το τελευταίο κριτήριο ένταξης, ο πληθωρισμός, ικανοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2000 και ανακοινώθηκε στις 7 Μαρτίου του ιδίου έτους. Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου, υπεβλήθη από την ελληνική κυβέρνηση η αίτηση ένταξης στο ευρώ και η πλήρης συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.
Από την ημερομηνία αυτή και έπειτα οι εξελίξεις ήταν σχεδόν τυπικές:
-
Στις 11 Απριλίου 2000 η Κομισιόν εξαίρει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και ακολουθούν θετικές εκθέσεις την ένταξη της Ελλάδας.
-
Στις 3 Μαΐου 2000 η Κομισιόν εγκρίνει την ένταξη.
-
Στις 5 Ιουνίου του 2000 το ECOFIN εγκρίνει ομόφωνα την ένταξη και την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα καθίσταται πλήρες μέλος της ευρωζώνης με νόμισμα το ευρώ, η φυσική χρήση του οποίου ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου του 2002.
Η δική μας εκτίμηση είναι ότι, η σχέση δραχμής/ευρώ ( 357 δραχμές/ECU) ήταν εξοντωτική για τη χώρα μας αφού οι τιμές των προϊόντων εκτινάχθηκαν αμέσως στα ύψη, χωρίς να συμβαίνει το ίδιο με τις συντάξεις, τους μισθούς και τα εισοδήματα γενικότερα. Το βασικότερο ερώτημα που παραμένει πάντως είναι, γιατί σήμερα οι απολογητές του ευρώ ισχυρίζονται ότι, τα σημερινά μας δεινά οφείλονται σε βαρύτατα χρέη που κληρονομήσαμε απο το παρελθόν, από την εποχή της δραχμής δη, αφού η βασικότερη προϋπόθεση για την ένταξη στην ευρωζώνη είναι μια χώρα να έχει σχετικά χαμηλό χρέος. Άρα….
πηγη: odosdrachmis.gr