Συνέντευξη με Δ.Τσαιλά: Τι πρέπει να περιλαμβάνει η νέα εθνική στρατηγική για την άμυνα της Ελλάδος

Αποκλειστική συνέντευξη του Ναυάρχου  Δημητρίου Τσαιλά στο new-economy.gr

Ναύαρχε, σας ευχαριστούμε που μας κάνετε την τιμή και μας δίνετε τη χαρά να έχουμε αυτη την συνέντευξη. Γιατί η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγική ασφαλείας; Ποιό το όφελος;

Κάθε κράτος γνωρίζουμε ότι πρέπει να έχει κάποια βασική σχεδίαση σχετικά με το πώς θα εξασφαλιστεί η εθνική ασφάλεια του και πώς θα διαθέσει τους διατιθεμένους πόρους για το σκοπό αυτό. Αυτό λέγεται στρατηγική. Στις μέρες μας, μάλιστα πολλά κράτη δημοσιοποιούν αυτά τα έγγραφα (Λευκή βίβλος) καθορίζοντας την εθνική τους στρατηγική ασφάλειας. Οι στρατηγικές αυτές αποσκοπούν σε γενικές γραμμές να εκπληρώσουν δύο λειτουργίες: Τον καθορισμό των εθνικών στόχων και την επίλυση των προβλημάτων. Με άλλα λόγια, καθορίζουν τον τρόπο και προσδιορίζουν τα αναγκαία μέσα για την προώθηση των συμφερόντων λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά συμφέροντα. Αυτή η διεργασία απαιτεί κυρίως, η πολιτική ηγεσία της χώρας, να προσδιορίζει και να ιεραρχεί τις κύριες απειλές για την εθνική ασφάλεια.

Τι είναι η εθνική ασφάλεια;

Είναι μια πολύ απλή ερώτηση που τη συναντάμε σε καθημερινή βάση τόσο στον κύκλο των ακαδημαϊκών και στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων όσο και των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, αλλά δεν είναι τόσο απλή η απάντηση. Η πολυπλοκότητα της απαντήσεως απορρέει από τις αποκλίνουσες απόψεις των οποιοδήποτε δίδουν τις απαντήσεις, εν μέρει σωστές, και άλλες εντελώς λάθος. Τι συνιστά την ασφάλεια τόσο πραγματικό και αφηρημένο όρο, πώς επιτυγχάνεται και τι επιτυγχάνει με τη σειρά της, ποιες είναι οι διαφορετικές πτυχές της εθνικής ασφάλειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο ξεχωριστά όσο και συλλογικά ώστε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί πληρέστερη απάντηση.

Λέγεται συχνά ότι το παρελθόν καθορίζει αναπόφευκτα το παρόν, όμως το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το παρόν θα καθορίσει το μέλλον. Μελετώντας το παρελθόν ιστορικό πλαίσιο  για την καλύτερη εκτίμηση της εθνικής ασφάλειας δεν θα μας προσδώσει πλήρη αποτελέσματα και μάλλον η εκτίμηση θα είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτό διακρίνεται από την αποτυχία των πολιτικών μας, να συμφωνήσουν σε ένα θέμα που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής μας ισχύος. Για παράδειγμα, βιαστικές και αδικαιολόγητες αποφάσεις για απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων δημιουργούν μια επικίνδυνη τροχιά στη μαχητικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων και αχαλίνωτη αναξιοπιστία στο σύστημα αποτροπής. Έτσι όπως λαμβάνονται οι αποφάσεις οποιαδήποτε διδάγματα δεν θα έχουν δοκιμαστεί ενάντια των προγενέστερων αποφάσεων και θα ακυρώνονται από τις λογικές του βάθους της εμπειρίας.

Επομένως το νόημα της εθνικής ασφάλειας, η οποία με τίποτα δεν σημαίνει μια εύκολα οριζόμενη έννοια, όπως ήδη αναφέραμε, θα πρέπει επίσης να φωτίζεται με τις Πολιτικές Εθνικής Ασφάλειας οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με τις αξίες του έθνους μας. Παραδοσιακά, το ζήτημα, του πώς εφαρμόζουμε τους διατιθεμένους πόρους για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, όπως τη νίκη στον πόλεμο, είναι το βασικό ζήτημα της στρατηγικής. Η πολιτική ασφάλειας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, έχει διευρυνθεί, με στρατηγικές ασφαλείας λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά ζωτικά συμφέροντα σε περιόδους πολέμου και ειρήνης. Τα σύνορα μεταξύ ειρήνης και πολέμου έχουν γίνει περισσότερο ασαφή, και η ισορροπία μεταξύ στρατιωτικών λύσεων και μιας ποικιλίας από μη στρατιωτικά εργαλεία για την παροχή εθνικής ασφάλειας συζητούνται μεταξύ των φορέων χάραξης πολιτικής, στρατιωτικών και ακαδημαϊκών.

Τι πρέπει να σημαίνει, για την Ελλάδα , η φραση που συχνά ακούγεται ότι ενα κράτος πρέπει να ‘προσαρμόζει συνειδητά τη στρατηγική του στις γεωπολιτικές πραγματικότητες’;

Σε περίπτωση που οι γεωπολιτικές συνθήκες αλλάξουν, οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αλλαγές και να τροποποιήσουν τη στρατηγική και τους στρατηγικούς σκοπούς αναλόγως. Είναι γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας δεν έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη κανενός μόνιμου συνόρου, πράγμα που αποδεικνύει ότι εφ’ όσον στα σύνορα απουσιάζει η γεωπολιτική, γεωπολιτισμική και γεωοικονομική βάση αποτελούν πηγή κρίσεων. Ο χρόνιος ανταγωνισμός μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για τις συγκρούσεις που προκαλεί αυτή η αντίφαση. Επίσης χαρακτηριστική είναι η ρήση του Sun Tzu ότι «εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα (ακόμη) και εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό σου θα νικηθείς σε κάθε μάχη» .

Για παράδειγμα, ενώ η ελληνική πολιτική κατά τη διάρκεια της έναρξης του 20ου αιώνα ήταν η «Μεγάλη Ιδέα» και παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, ορισμένοι παράγοντες άλλαξαν. Κατά συνέπεια, έπρεπε να προσδιοριστούν αυτές οι γεωπολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, για να μη δημιουργήσουν τις οργανωτικές και  επιχειρησιακές επιπτώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα και τη μεγαλύτερη καταστροφή του Ελληνισμού. Ομοίως, μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, η στρατηγική αντίληψη του Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δείχνει μια αξιοσημείωτη απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1970, τονίζοντας τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους και την εξασφάλιση της προβολής ισχύος κατά των δυνητικών αντιπάλων, τόσο στον εθνικό κορμό, όσο και στην Κύπρο. Οι κύριες γεωπολιτικές μεταβλητές στη συνέχεια άλλαξαν, ενώ  η ελληνική στρατηγική παρέμεινε καθηλωμένη με ελλείψεις σε διαθέσιμους πόρους και τεχνολογία. Έτσι, «σε περιόδους δημοσιονομικών περιορισμών ή όταν το διεθνές κλίμα ήταν δυσμενές για την εφαρμογή νέας στρατηγικής αντίληψης, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάσθηκε να τροποποιήσει τα στοιχεία της στρατηγικής της, περιορίζοντας τον αποτρεπτικό προσανατολισμό της, με αποτέλεσμα τα δραματικά αποτελέσματα στην Κύπρο.

Τι πρέπει να γίνει από τη νέα κυβέρνηση;

Στόχος της νέας κυβέρνησης πρέπει να είναι η ασφάλεια. Μια ασφάλεια που δεν χρειάζεται να θυσιάσει, το κράτος, τα θεμιτά του συμφέροντα για να αποφύγει τον πόλεμο και σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορεί να είναι σε θέση να διατηρήσει το έννομο συμφέρον με αξιόπιστη αποτροπή. Αυτός ο σκοπός θα μπορούσε θεωρηθεί μια μιλιταριστική προσέγγιση για την εθνική ασφάλεια δεδομένου ότι ασκεί την επιλογή του πολέμου. Εδώ το συμπέρασμα είναι, ότι η στρατιωτική δύναμη (σκληρή ισχύς) ενός έθνους πρέπει να παραμένει σε άμεση αναλογία προς τον αριθμό των έννομων συμφερόντων, ώστε να είναι αξιόπιστος η αποτροπή του αντιπάλου. Όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τα συμφέροντα που απαιτείται να προστατεύσουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για αύξηση της στρατιωτικής μας δύναμης. Με αυτή την οπτική, βέβαια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να πέσουμε στην παγίδα μιας σπειροειδούς αναζήτησης οπλικών συστημάτων με σκοπό να υπερτερούμε του αντιπάλου, διαλύοντας την εθνική οικονομία. Οπότε, θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε εκ νέου τη λίστα των εννόμων συμφερόντων για να διαπιστώσουμε αν είμαστε υπερβολικά εκτεταμένοι σε δεσμεύσεις πέρα από τις δυνατότητές μας.

Οι οικονομολόγοι, από τη δική τους ματιά, βλέπουν την εθνική ασφάλεια με οικονομικούς όρους. Ορίζουν ότι ασφάλεια δεν είναι το αμυντικό υλικό, αν και μπορούμε να διαθέτουμε, επίσης ότι ασφάλεια δεν είναι η σκληρή ισχύς, αν και αυτή μπορεί να συμπεριληφθεί. Θεωρούν ως ασφάλεια ότι είναι η ανάπτυξη, και χωρίς ανάπτυξη δεν υπάρχει καμία ασφάλεια. Ένα αναπτυσσόμενο κράτος που δεν αναπτύσσεται στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να παραμείνει ασφαλές για το δυσεπίλυτο λόγο, ότι το σύνολο των πολιτών δεν θα μπορεί να επιβιώσει. Αυτή η παρουσίαση είναι ελκυστική για πολλούς καθώς η ανάπτυξη είναι η βάση για την οικονομική ασφάλεια που είναι πιο σημαντική από τη στρατιωτική ασφάλεια. Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι απειλείται ένα αναπτυσσόμενο κράτος που δεν αναπτύσσεται στην πραγματικότητα, η δε απειλή προέρχεται περισσότερο από το εσωτερικό παρά από το δυνητικό εξωτερικό εχθρό. Το διακρίνουμε ξεκάθαρα στο πλαίσιο της σύγχρονης Ελλάδας, όπου οι πολίτες θέλουν να εξυπηρετούνται καλύτερα από τις υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και τις προοπτικές απασχόλησης.

Μια άλλη άποψη περί εθνικής ασφάλειας, προβλέπει, ότι το πραγματικό επίπεδο της ασφάλειας του κράτους είναι η ικανότητά του να αποφασίσει, με δική του πρωτοβουλία, κατά πόσον αυτό θα πρέπει να εμπλακεί σε μια σύγκρουση. Επομένως, προκύπτει ότι ένα κράτος θα πρέπει να ορίσει τα συμφέροντά του σε επίπεδο μέχρι το οποίο μπορεί με ανεξάρτητη απόφαση να χρησιμοποιήσει βία για την προστασία τους. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε έθνος επιχειρεί να είναι όσο το δυνατόν πιο κυρίαρχο και αυτάρκες, όμως είναι μια οφθαλμαπάτη που ακόμη και οι υπερδυνάμεις έχουν απογοητευθεί με το να τη κυνηγούν.

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να συγκρατήσουν τις τουρκικές δυνάμεις από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο δεν έχει γίνει ακόμη σαφές. Οι αποφάσεις να προχωρήσουμε σε συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ ταυτόχρονα κορυφαίες ενεργειακές εταιρείες έχουν κερδίσει το δικαίωμα εξάντλησης στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στα οικόπεδα των ΑΟΖ του ελληνισμού, δεν αποτελούν απόφαση άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των χωρών των εταιριών. Ωστόσο, πρόκειται για μια υπολογίσιμη κίνηση σκακιού σε μια από τις πιο μπερδεμένες περιοχές του κόσμου, και για το καλό της ανθρωπότητας είναι ανάγκη να καταφέρουμε στο τέλος να περιορίσουμε την ανάγκη του πολέμου.

Ποτέ πριν δεν είχαν οι αερο-ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδος και της Κύπρου, την κατάλληλη ευκαιρία μαζί να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη θαλάσσια στρατηγική. Αυτή τη Ναυτική στρατηγική που θα τονίζει την προσέγγιση του ενιαίου αμυντικού χώρου η οποία θα ενσωματώνει τη Θαλάσσια ισχύ (seapower) με όλα τα άλλα στοιχεία της εθνικής ισχύος, καθώς και εκείνες των φίλων και συμμάχων μας, στην περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου. Αυτές οι συγκυρίες δίδουν την κατεύθυνση ώστε η Θαλάσσια ισχύς πρέπει να εφαρμοστεί σε όλο γεωπολιτικό πεδίο συμφερόντων μας για την προστασία των δύο κρατών, και ενός έθνους. Η δέσμευσή μας για την προστασία της πατρίδας και νίκης του έθνους μας σε πιθανούς πολέμους συνδυάζεται με μια αντίστοιχη δέσμευση για την πρόληψη του πολέμου, ή καλύτερα την αποτροπή του εχθρού. Αν επιθυμούμε στο μέλλον να έχουμε έναν κρίσιμο περιφερειακό ρόλο στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και στην Βαλκανική Χερσόνησο, αν επιθυμούμε να μετατραπούμε σε ενεργειακό κόμβο (ή/και παραγωγό) τότε είναι απαραίτητη η ενίσχυση της σκληρής ισχύος της χώρας μας.

Ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη έχουν μεταξύ τους διαλεκτική σχέση και στην Ελλάδα, λόγω ιδεοληψιών, τις έχουμε διαχωρίσει. Η οικονομική ανάπτυξη, η ευημερία και η σταθερότητα, κοστίζουν και διεκδικούνται καθημερινά. Η σκληρή ισχύς διαμορφώνει το κατάλληλο πλαίσιο αποτροπής, ανεβάζοντας το κόστος των προκλήσεων του εκάστοτε δρώντα που επιθυμεί να προχωρήσει στην επιβουλή των συμφερόντων μας. Μια στρατηγική συμμαχία για τη Θαλάσσια ισχύ που να δεσμεύει τις υπηρεσίες μας πιο στενά από ό, τι ποτέ πριν για να προωθήσουν την ευημερία και την ασφάλεια του έθνους μας. Κλείνοντας πιστεύω ακράδαντα ότι η αξιόπιστη και ισχυρή αποτροπή είναι τόσο σημαντική όσο να κερδίσεις τον πόλεμο.

Ποιό το γενικότερο Συμπέρασμα;

Σαφώς το ζητούμενο για ένα κράτος είναι η ανάπτυξη, αλλά θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι μια σπάταλη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για λάθος συμπέρασμα ότι η ασφάλεια είναι ευθέως ανάλογη προς τη στρατιωτική δύναμη. Αφού είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη με πλήρη αποκλεισμό της αντίστοιχης στρατιωτικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν απειλές για το έννομο συμφέρον.

Εφόσον πραγματοποιήσουμε μια ειλικρινή ανάλυση της κατάστασής μας, μπορούμε να βρούμε τις απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα. Εκτιμώ στην καλύτερη περίπτωση είναι μια καταφατική απάντηση στην αμυντική θωράκιση της πατρίδας μας υπό όρους.

Προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη εθνική ασφάλεια με συνεκτικό τρόπο, θα πρέπει να συνεξετασθούν οι οικονομικές και οι στρατιωτικές απαιτήσεις. Ξεκινώντας από την οικονομική ασφάλεια με αντίστοιχη στρατιωτική ασφάλεια, οδηγούμαστε στη σφυρηλάτηση της αμυντικής ικανότητας μας για την υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας.

Ο σχεδιασμός δυνάμεων περιλαμβάνει την αξιολόγηση των απειλών για τα εθνικά συμφέροντα, την σύσταση των στρατιωτικών απαιτήσεων λαμβάνοντας υπόψη τους δεδομένους περιορισμούς στα μέσα, και τελικά την αξιολόγηση του κινδύνου αποτυχίας.

Οι στρατιωτικοί σχεδιαστές και οι αρμόδιοι παράγοντες του συστήματος Εθνικής Άμυνας για το σχεδιασμό δυνάμεων βρίσκονται εμπλεκόμενοι στην επαναληπτική διαδικασία ροής σε μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κακών συνδυασμών είτε με την τροποποίηση των σκοπών, είτε με τη διόρθωση των τρόπων, είτε με την αλλαγή των μέσων ώστε να μεγιστοποιήσουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν ακόμη και να προαγάγουν τους εθνικούς στόχους.

Πρέπει να γίνει πεποίθηση μας ότι σε αυτό το διαμορφούμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον ασφαλείας απαιτείται κάθε σπιθαμή της επιδεξιότητάς μας, της εφευρετικότητας και του αγωνιστικού μας πνεύματος. Τότε και μόνο τότε μπορούμε να επικεντρωθούμε στην αποστολή με τον καλύτερο τρόπο επίτευξής της. Ο Ελληνικός Στόλος μπορεί και απαιτείται να ενισχύσει την ικανότητά μας να ελιχτούμε και να αγωνιζόμαστε στην Μεσόγειο και, ως εκ τούτου, θα βοηθήσουμε στη διατήρηση της θαλάσσιας ανωτερότητας της Ελλάδας που θα οδηγήσει στην ασφάλεια, την επιρροή και την ευημερία για το έθνος μας και ολόκληρο τον Ελληνισμό.

 

(O Ναύαρχος Δ. Τσαιλάς δίδαξε, μεταξύ άλλων, επι σειρά ετων στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου)

new-economy.gr