Πραγματεία για τον τουριστικό κλάδο της οικονομίας μας (μέρος τέταρτο)

του Παναγιώτη (Τάκη) Κ. Μυλωνά, οικονομολόγου

(Μια εργασία που επιχειρεί και απαντά στο ερώτημα: «Ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ, του ελληνικού τουρισμού και της γερμανικής TUI;»)

{Εργασία που συμπληρώνει την αντίστοιχη προηγούμενή της, με αναδημοσίευση.}

ΜΈΡΟΣ . . .

ΜΈΡΟΣ ΤΈΤΑΡΤΟ (4/5)

ΙΘΎΝΩΝ ΝΟΥΣ Η TUI, ΣΤΗΝ ΥΠΟΝΌΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΎ ΤΟΥΡΙΣΜΟΎ.

ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΊΜΗΣΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΏΝ ΤΗΣ, ΣΕ ΒΆΡΟΣ ΤΟΥ.

Η συστηματική υποτιμολόγηση, με την επίμονη καταδολίευση των τιμών, στα τουριστικά μας πακέτα και ο συνεχιζόμενος παρασιτισμός, τα οποία σφραγίζουν, χαρακτηριστικά, τον ελληνικό τουρισμό, είναι τα κυρίαρχα και αναγνωριστικά του στοιχεία, που δείχνουν να εκπορεύονται, αποκλειστικά, απ’ τη γερμανική TUI. Και τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματά του, αρκούν για να αξιοποιούνται, επαρκώς και κατάλληλα, απ’ αυτή -την ίδια και πάλι- γερμανική εταιρία. Μα κι από άλλους -κατά περίπτωση, κάθε φορά- συνεργάτες της, οι οποίοι κι απομυζούν, μαζί της, τον ελληνικό τουρισμό, με το “Καρτέλ της ζήτησης” στο τουριστικό μας προϊόν, που έχουν συστήσει και απολαμβάνουν πλέον, με την υπερδεκαετή ασυλία τους. Ιδίως όταν, κανείς, δεν τολμά να τους αντιμετωπίσει, στη χώρα μας… Αποκρύπτοντας, ταυτόχρονα, οι δράστες αυτού του ανουσιουργήματος, τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα, στη λειτουργία του τουρισμού μας, απ’ όλους εμάς. Επιμένοντας να μας παραπλανούν και με τις αλλεπάλληλες στρατηγικές που εφαρμόζει, η TUI, ειδικά για την επίτευξη των στόχων της. Και με τις σκηνοθετημένες δράσεις, στις οποίες επιδίδεται επιδέξια -η ίδια και πάλι αυτή εταιρία- αποσκοπεί στην απόσπαση των πεπλανημένων εντυπώσεών μας, οι οποίες διευκολύνουν τον αποπροσανατολισμό μας, για την απρόσκοπτη συνέχιση του απαίσιου έργου και της ακόρεστης απομύζησης του ελληνικού τουρισμού και όχι μόνο…

Οι οδυνηρές αυτές διαπιστώσεις, οι οποίες μας βλάπτουν εξουθενωτικά, τεκμηριώνουν και τα πειστήρια ενός εγκλήματος διαρκείας, σε βάρος του ελληνικού τουρισμού, αλλά και -λόγω του μεγέθους του- σε βάρος και της εθνικής μας οικονομίας. Έχουν δε -όπως πολύ εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί ο καθένας- έναν και μόνο “ι θ ύ ν ο ν τ α ν ο υ“, για τη σύλληψη και την υλοποίηση των δόλιων αυτών σχεδίων του. Και αυτόν τον ίδιο, “νου”, τον έχουν και πάλι, ως μόνο υπεύθυνο κι ως τον μόνο ικανό, που είναι σε θέση, να δημιουργήσει και εμπεδώσει τις τεράστιες στρεβλώσεις κι ανισορροπίες, που επέφερε -στην ελληνική τουριστική αγορά και στην εθνική μας οικονομία- το μοντέλο της TUI που μας επιβλήθηκε.

Για τις μολυσματικές και τις καρκινικές αυτές μεταστάσεις, στρεβλώσεων κι ανισορροπιών, στον τουριστικό κλάδο της οικονομίας μας, την πρώτη ευθύνη την έχει, αδιαμφισβήτητα, η γερμανική αυτή εταιρία…

Ωστόσο όμως, η υπονομευτική αυτή πολιτική της, σε βάρος μας, έχει και άλλους, εγχώριους συνεργάτες ή συνεργούς της. Οι οποίοι είναι -ταυτόχρονα- και τα θύματά της. Αλλά είναι κι οι άμεσοι συνεργοί της, στο συντελούμενο ανοσιούργημά της. Συναπαρτίζοντας ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, το οποίο μοιάζει να είναι αντίστοιχο ή ανάλογο, με το λεγόμενο εκείνο φαινόμενο του “Σύνδρομου της Στοκχόλμης“.

Αποτελεί, εξάλλου, αυταπόδεικτη -κοινή για πολλούς- διαπίστωση, πως: ακόμα κι ορισμένα επιστημονικά ινστιτούτα -όπως είναι κι αυτό του ΙΝ.Σ.Ε.Τ.Ε. (το Ινστιτούτο του Σ.Ε.Τ.Ε.)- αντί να επιτελούν το ρόλο και την αποστολή -που αυτονόητα έχουν ή αντιπροσωπεύουν και που εκφράζουν, επιστημονικά- αντίθετα, αυτά πασχίζουν να λειτουργούν, ως τα εντεταλμένα όργανα και μέσα, για δημιουργία σύγχυσης και συγκάλυψης της αλήθειας και για την επιβολή ενός “καθεστώτος” της πολιτικοοικονομικής μας εκμετάλλευσης. Θέλοντας -παραδόξως, με τη δράση τους αυτή- να μας αποκρύψουν το χαμηλό επίπεδο των τιμών, που “απολαμβάνει” το τουριστικό μας προϊόν. Και η -εξ αιτίας του- καταστροφική υπερεκμετάλλευση της χώρας μας. Ζητήματα που εξυπηρετούν, πρωτίστως, τη γερμανική TUI. Σε βαθμό μάλιστα, που δεν καθιστά δυνατή -στην πράξη- καμιά δίκαιη και βιώσιμη αποζημίωση, απ’ τη δραστηριότητα του ελληνικού τουρισμού και ακυρώνει τις ελπίδες της χώρας μας -για ανάκαμψη και προκοπή- ως φρούδες ελπίδες. Κι ειδικότερα, υπάρχουν Ινστιτούτα που επιδιώκουν να αμφισβητούν κι όσους αποκαλύπτουν το άθλιο “καθεστώς” του στρεβλού αυτού τουριστικού μοντέλου, που τυφλά ακολουθούμε. Και το οποίο, μοντέλο, μας συνθλίβει ανεπανόρθωτα, πολύπλευρα κι εξοντωτικά. Φτάνοντας στο σημείο -το ίδιο το ΙΝ.Σ.Ε.Τ.Ε.- να εκτίθεται, με ότι θέλει -μέσω της διάδοσης πεπλανημένων εντυπώσεων, που το ίδιο διασπείρει- να πετύχει. Και προς το οποίο -αποκαλύπτεται, ανερυθρίαστα πια- πως αποβλέπει, τελικά, αποσκοπώντας στην περαιτέρω εδραίωση του μοντέλου. Όπως είναι -π.χ.- ακόμα κι αυτή, η διαιώνιση της αισχρής απομύζησης μας, σε τουρισμό και οικονομία, από την υπεύθυνη, γι’ αυτό, που είναι κι η κυρίαρχη -με δεσπόζουσα τη θέση της- ανάμεσα στους Tour Operators που δρουν στη χώρα μας, τη γερμανική TUI…

Κι εντελώς απροσδόκητα, το Ινστιτούτο αυτό, μοιάζει να συμπράττει, μαζί με την TUI, στην εμπέδωση του “καθεστώτος υποτέλειας”, της χώρας και στην υπονόμευση της ίδιας της βιωσιμότητας του ελληνικού τουρισμού. Με μοιραία κατάληξη -στην ενδεχόμενη επιτυχία του- την κατοχύρωσή μας, σε θέση “αποικίας χρέους και τουρισμού” -ή και “αποικίας, τουρισμού, με χρέος”- ως μια απ’ τις χώρες της Γερμανικής Ευρώπης… Με άλλα λόγια, δηλαδή, επιδιώκεται -ως ανομολόγητη σκέψη τους, μέσω του καθεστώτος αυτού- να αποτραπεί, στο επίπεδο των εντυπώσεων της κοινής γνώμης, κάθε σχετικός έλεγχος και κάθε ενδεχόμενη αξιολόγηση ή και κάθε πιθανή αποτίμηση, της αποδοτικότητας του ελληνικού τουρισμού. Επιδιώκεται, ακριβώς, να αποκλειστεί κάθε πιθανή αμφισβήτηση, για το “μοντέλο της TUI”, το οποίο -πολλά χρόνια τώρα- ακολουθούμε, με βαριά όμως ζημιωτικά διαχειριστικά οικονομικά αποτελέσματα. Επιχειρείται, δηλαδή, να αποκρουστεί, η ανάδειξη προβλημάτων που προκύπτουν, εξ αιτίας του ασκούμενου αυτού “αθέμιτου ανταγωνισμού” της TUI (ως να ήθελαν να με αντικρούσουν κιόλας, ακόμα και προσωπικά, για τις δημοσιεύσεις μου, που θεωρούσαν πως τους αφορούσαν κιόλας, μέχρι σήμερα…).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι καταγγελίες μας αυτές, έχουνε και πρόσθετη τεκμηρίωση εδώ, η οποία στοιχειοθετείται από τις -δήθεν- επιστημονικές τους εργασίες. Εργασίες που -αντί αποκάλυψης της αλήθειας- οδηγούν στη συγκάλυψη της αλήθειας, ακριβώς από το ίδιο το ΙΝ.ΣΕΤΕ !!! Όπως καταδείξαμε και στο σχετικό άρθρο μας, που, αμέσως εδώ, επικολλούμε:

https://new-economy.gr/2022/02/16/epistimonikes-ergasies/

Και απεναντίας προς τα προαναφερθέντα. Οι τιμές του ελληνικού τουρισμού, φαίνονται πως επηρεάζονται -πτωτικά επίσης- ιδίως, από τους εγχώριους παράγοντες. Όπως είναι και ο παράγοντας που αφορά στον μηχανισμό του εγχώριου ανταγωνισμού, στη τουριστική μας αγορά. Δηλαδή, ο παράγοντας, του “νόμου της ζήτησης και προσφοράς”. Αλλά όμως, του “νόμου”, της εγχώριας τουριστικής αγοράς. Συνεπώς, οι τιμές στο τουριστικό μας προϊόν, φαίνεται να επηρεάζονται, πάντα πτωτικά, απ’ την ατιθάσευτη αυτή αύξηση και τη διαρκή υπερπροσφορά των τουριστικών μας καταλυμάτων. Των καταλυμάτων εκείνων, ιδίως, που αυγάτισαν κι επαυξήθηκαν, μέσα στην πολύχρονη και παρατεταμένη κρίση -των μνημονίων- που διάνυσε η χώρα μας. Καθώς και της τεράστιας αύξησης στο ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας μας, από τις γιγάντιες -επί πολλά χρόνια τώρα- ασυγκράτητες και ανεξέλεγκτες, τουριστικές μας επενδύσεις. Τις τεράστιες -σε ρυθμούς επέκτασης- νέες τουριστικές επενδύσεις, που υλοποιήθηκαν, οικονομικά, ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο των “ισχνών αγελάδων”. Στην περίοδο, ακριβώς, των τριών μνημονίων. Και ιδιαίτατα, στα χρόνια της θητείας προσώπων τα οποία και διακρίθηκαν κατά την περίοδο της μεγάλης έκρηξης του ελληνικού τουρισμού. Όπως: (α), του Γιάννη Στουρνάρα, Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (υπήρξε -προηγουμένως- κι ο επικεφαλής στον Ι.Ο.Β.Ε. και ο πατέρας, για τον “πολλαπλασιαστή ανάπτυξης, από τον τουρισμό”) και επίσης (β) της πρώην Υπουργού Τουρισμού, της κυρίας Έλενας Κουντουρά. Οι οποίοι, πράγματι, συνέβαλαν, με τα συνεχή Success Story, στις αφίξεις των τουριστών και τις εντυπωσιακά αυξημένες κατασκευές στα νέα ξενοδοχεία, στην εκτίναξη της τουριστικής κίνησης στη χώρα, αλλά με τεράστιες διαχειριστικές ζημίες στον κλάδο.

ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΌ ΒΑΡΎΔΙ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΌΥ

Κι ενώ είχαμε τις δραματικές οικονομικές επιπτώσεις και τα αρνητικά τους οικονομικά αποτελέσματα. Στην αρνητική αυτή απόδοση του τουρισμού, τόσο στην οικονομική ευρωστία των ξενοδοχείων, όσο της χώρας ολόκληρης, διαφαίνεται πως είχαμε και μια ακόμα παρενέργεια, ως ευθεία συνέπεια και των εξελίξεων αυτών. Με την εκτίναξη και του Δημόσιου Χρέους της χώρας μας. Το “Χρέος“, το οποίο θα μείωναν -υποτίθεται- ακόμα και με το πρώτο, απ’ τα τρία μνημόνια που ακολούθησαν. Κι απεναντίας, παρά τα μνημόνια, το “Χρέος” μας αυτό, αυξήθηκε. Από το 127% του Α.Ε.Π., που ήταν το 2010, με την είσοδό μας στο πρώτο μνημόνιο, σε πάνω από 180% του Α.Ε.Π., με την έξοδό μας από το 3ο μνημόνιο, τον Αύγουστο του 2018 και σε πάνω από το 200% του Α.Ε.Π., σήμερα.

Αλλά και σε μια γενικότερη αποτίμηση, για την αποδοτικότητα του ελληνικού τουρισμού, θα μπορούσαμε να συναξιολογήσουμε, συγκριτικά και τις ποιοτικές κατανομές συχνότητας!

Και συγκεκριμένα, μεταξύ: του “κατά κεφαλή Α.Ε.Π.“, εθνικά & παγκόσμια, από τη μια. Αλλά και της διεθνούς οικονομικής απόδοσης του τουριστικού, εθνικά και παγκόσμια, επίσης, απ’ την άλλη. Παρατηρήσουμε δε σχετικά και τα εξής, σύμφωνα και με στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α.:

Ενώ το “μέσο κατά κεφαλή Α.Ε.Π”. του Έλληνα, κατά το χρόνο της ένταξης στο 1ο μνημόνιο, ήταν έως και “τριπλάσιο“, από το “μέσο κατά κεφαλή παγκόσμιο Α.Ε.Π.”. Αυτό, το 3πλάσιο, με την έξοδο του Έλληνα, απ’ το 3ο μνημόνιο, περιέπεσε -ύστερα από την απώλεια του 25%, του εισοδήματός του, αλλά κι απ’ την σχετικά μεγαλύτερη ανάπτυξη, στον υπόλοιπο κόσμο, απ’ την ελλάδα- και βρίσκεται στο “διπλάσιο”, του “μέσου κατά κεφαλή παγκόσμιου Α.Ε.Π.”…

– Μα ας κρατήσουμε, προς στιγμή, αυτό το “2πλάσιο”, του παγκόσμιου, “μέσο κατά κεφαλή Α.Ε.Π.”, του Έλληνα, για το 2018…

Περαιτέρω. Απ’ τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, εξάλλου, μάθαμε πως: η τουριστική Ελλάδα, το 2017, ενώ είχε κατακτήσει τη 13η θέση, στις αφίξεις τουριστών, στην παγκόσμια κατάταξή της. Ταυτόχρονα, ήταν η χώρα μας, στην 21η θέση, από την άποψη των εσόδων της απ’ τον τουρισμό, σε παγκόσμια κατάταξή της και πάλι…

Γεγονότα που σημαίνουν πως, η οικονομική αποδοτικότητα του τουριστικού κλάδου στην Ελλάδα, είναι -με βάση το κλάσμα: της σειράς κατάταξης σε αφίξεις τουριστών, προς τη σειρά κατάταξής της, νε βάση τα έσοδα απ’ τον τουρισμό- να είναι ίση με το κλάσμα: 13/21. Δηλαδή, με μια τιμή αποδοτικότητάς του, κατώτερη και της απλής μονάδας, στη σύγκριση της, για την αποδοτικότητα του τουρισμού, παγκόσμια.

Με τη σχετική ποιοτική συναξιολόγηση των παραπάνω δεδομένων και στοιχείων, μπορούμε να διατυπώσουμε, σαφώς και την ακόλουθη -κατά προσέγγιση- αξιολογική μας εκτίμηση, πως:

«Αν και μετά την έξοδό μας απ’ τα μνημόνια, μπορούμε να διατηρούμε, ακόμα & “διπλάσιο”, το “μέσο κατά κεφαλή Α.Ε.Π.” μας, απέναντι από το παγκόσμιο; Τότε -όπως εύκολα μπορεί να πει και να αντιληφθεί ο καθένας μας- κι αυτό το ίδιο, το “μέσο εθνικό κατά κεφαλή Α.Ε.Π.” μας, θα ήταν -πράγματι- ακόμα μεγαλύτερο και σήμερα. Υπό την υποθετική μας προϋπόθεση, βέβαια, ότι: θα αφαιρούσαμε -εσωτερικά- την αναλογία της επιβάρυνσής μας απ’ το τουριστικό προϊόν και απ’ την υπάρχουσα, συμπερίληψη και ενσωμάτωσή του, στο “εθνικό κατά κεφαλή Α.Ε.Π.”. Ουδετεροποιώντας, έτσι και την επήρεια του τουριστικού μας κλάδου, στο “κατά κεφαλή Α.Ε.Π. της χώρας”… Απ’ τον κλάδο, ο οποίος τώρα, εύκολα αναδεικνύεται, σε οικονομικό βαρύδι για τη χώρα. Οικονομικό βαρύδι, ακόμα και στο επίπεδο του “μέσου κατά κεφαλή εισοδήματός μας”. Από την άποψη, ακριβώς, του αρνητικού επηρεασμού των εισοδημάτων μας, απ’ τον τουρισμό. Και τη σημειούμενη -όλη την τελευταία αυτή δεκαετία- αρνητική του οικονομική αποδοτικότητα. Με στάθμιση της επιβάρυνσής της, στο “μέσο κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της χώρας μας…

(Εφ’ όσον, βέβαια, όπως διαφαίνεται -με τα δεδομένα που προεκθέσαμε- και αυτή η αποδοτικότητα του τουρισμού στην Ελλάδα, είναι κατώτερη της απλής μέσης παγκόσμιας αποδοτικότητας του τουριστικού κλάδου. Κσι εφ’ όσον, επίσης, η αποδοτικότητα αυτή του τουρισμού, κινείται κοντά στον μέσο όρο (μ.ό.), της μέσης αποδοτικότητας και των υπόλοιπων άλλων κλάδων και τομέων της παραγωγής, στον πλανήτη.)».

Και οι αρνητικές αυτές διαπιστώσεις, μόνο ως συνέπεια του τουριστικού μοντέλου της TUI, στην Ελλάδα και του ασκούμενου “αθέμιτου ανταγωνισμού” της γερμανικής TUI, σε βάρος μας, μπορούν να γίνουν κατανοητές!

Σχετικό εδώ είναι και το δημοσίευμα που αμέσως επικολλούμε:

https://analyst.gr/2020/04/14/to-varidi-tou-tourismou/

Όσον αφορά και την εξέλιξη της τουριστικής κίνησης παγκοσμίως, σε αφίξεις τουριστών, το ρεκόρ το κατέχει, στη θητείας της κυρίας Κουντουρά, στο Υπουργείο Τουρισμού, όπως αυτό καταφαίνεται και στο video, που αμέσως επικολλώ, σε σύνδεσμο εδώ:

https://fb.watch/dkX8gx0QoO/

Οι οικονομικές μεταβολές, που σημειώθηκαν, κατά τη διάρκεια των μνημονίων και των επαναλαμβανόμενων Success Stlory, με την ανισορροπία του παραγωγικού μας μοντέλου, με μονομέρεια και ελλειμματικότητα στον τουριστικό κλάδο, με αποδιάρθρωση της παραγωγής,την αυξημένη δυσλειτουργικότητα της οικονομίας στη χώρα, πρέπει να έχουν κάποια λογικοφανή αιτιολογία. Μοιάζουν, ωστόσο -σε πρώτη ανάγνωση- οι εξελίξεις αυτές, να είναι -μοιραία- σχετικές, έως και αλληλένδετες, με τη σημειωθείσα υποχώρηση -στους δείκτες της οικονομίας τουρισμού- της “μέσης κατά κεφαλή τουριστικής δαπάνης (Μ.Κ.Κ.Τ.Δ.), κατά: (-30,5%). Σύμφωνα και με την παλαιότερη ανακοίνωση του ίδιου του Σ.Ε.Τ.Ε., για περίοδο αναφοράς του, από το: 2005, έως και το: 2017. Αλλά μεταβολές, που ήταν αλληλεξαρτώμενες, επίσης, με την ελλειμματικότητα στη διαχείριση των ξενοδοχείων μας. Την οποία, όπως φαίνεται, αύξησαν κάθετα κι ανάλογα, με την αυξημένη, επίσης, έκθεση τους, σε τραπεζικό δανεισμό. Κι αυτή η υποχώρηση, της ΜΚΚΤΔ, προέκυψε παρά την αύξηση, στην ίδια χρονική περίοδο, κατά 75%, της δυναμικότητας -κοστοβόρων στη λειτουργία τους και πολυτελών- των πεντάστερων ξενοδοχείων μας, αλλά και του μεσολαβήσαντος πληθωρισμού της 12ετίας αυτής. Όπως μας αποκαλύπτουν, επίσης και τα στατιστικά στοιχεία της δεκαετίας του: 2010, έως και 2019 -που επαληθεύουν τις αιτιάσεις μας- και τα οποία ανακύπτουν απ’ αυτό το δημοσίευμα της “Ναυτεμπορικής”, που επικολλούμε αμέσως εδώ:

https://m.naftemporiki.gr/…/me-nea-rekor-kleinei-to

Κι ενώ τα νέα ξενοδοχεία, ήταν ικανά για να απορροφήσουν πλήρως, το επαυξημένο ρεύμα τουρισμού, μπορούσαν, ταυτόχρονα, να έχουν και αδιάθετες, νέες δυναμικότητες κλινών στα ξενοδοχεία, από τις νέες ξενοδοχειακές μονάδες που κατασκευάσθηκαν στο μεταξύ. Κατάφερναν έτσι, ως και να αντιστρέψουν τις αυξητικές πιέσεις τιμών, από το αυξημένο τουριστικό ρεύμα. Και να τις μεταστρέψουν σε πιέσεις μεγάλων πτωτικών τάσεων του, λόγω της απουσίας, στην κάλυψη πληρότητας, στο δυναμικό των διαθέσιμων ξενοδοχειακών μας κλινών…

* Στο σημείο αυτό, αξίζει να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο, στο ζήτημα της αναζήτησης των αιτιών για την μείωση των τουριστικών μας τιμών. Χρειάζεται εδώ, να καταρρίψουμε το πολυχρησιμοποιημένο “μύθο” -από τους φορείς που αντιπροσωπεύουν τον τουρισμό, αλλά κι από τραπεζικούς φορείς και λοιπούς άλλους, όπως κι ο κορυφαίος παράγοντας, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας και Διοικητής της “Τ.τ.Ε.”- ότι: «Η επιδιωκόμενη, από όλους, άνοδος των τιμών, στα ελληνικά τουριστικά πράγματα, είναι -αποκλειστικά- μια υπόθεση, ανόδου της ποιότητας των παρεχόμενων τουριστικών μας υπηρεσιών και των υποδομών μας!». Κι ενώ ο αφορισμός αυτός φαίνεται “αχτύπητα” αδιαμφισβήτητος, σε κάθε έναν από εμάς. Ο συλλογισμός τους αυτός, ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση, είναι έως και απολύτως λαθεμένος. Και είναι είναι λαθεμένος, για τον εξής απλό και προφανή λόγο:

Γιατί, όταν -στη λειτουργία του “νόμου, προσφοράς και ζήτησης”, για τη διαμόρφωση των τιμών στον τουρισμό μας- η κατασκευή των νέων μας ξενοδοχείων, υπερφαλαγγίζει τις ανάγκες των αυξημένων τουριστικών μας ροών, απ’ τις αυξήσεις, σε αφίξεις τουριστών κι ικανοποιεί πλήρως τις ανάγκες φιλοξενίας τους αυτές. Όταν, δηλαδή, φτάνει να καλύπτει και να ικανοποιεί ακόμα και τη σημειωθείσα -διψήφια- άνοδο, της ετήσιας αύξησης των αφίξεων αυτών. Τότε σημειώνονται και οι νέες μεγάλες πιέσεις, για μείωση των τιμών αυτών. Πολύ περισσότερο δύναται να είναι έντονη -η πίεση αυτή, για την μεγάλη πτώση στις τουριστικές τιμές- όταν επίσης -όπως μας μαρτυρά και το αναρτούμενο, εδώ, σε σύνδεσμο, προηγηθέν δημοσίευμα- όλη αυτή την αύξηση, στην “προσφορά” ξενοδοχειακών μας κλινών, φαίνεται πως σημειώνεται, στη δεκαετία του, 2010 έως και το: 2018. Με τη σημειωθείσα αύξηση, ειδικά, του δυναμικού κλινών, σε “5άστερα” ξενοδοχεία -με +75%, αύξηση- και σε “4άστερα”, επίσης -με την +20%, στην αύξησή τους. Αλλά με μηδενική ή και με υποχώρηση του δυναμικού, σε κλίνες, για τις υπόλοιπες κατηγορίες ξενοδοχείων.

Συνεπώς των προαναφερομένων, η αυξημένη αυτή “προσφορά” μας -στην τουριστική αγορά- που απευθύνεται σε περιορισμένο πληθυσμό -αριθμητικά και στην υψηλή εισοδηματική στάθμη- τουριστών μας. Είναι ένα ειδικό πλαίσιο οικονομικού ανταγωνισμού, στον τουρισμό και στη διαπραγμάτευση των τιμών του. Πλαίσιο, που αυξάνει, υπέρμετρα, τις νέες πιέσεις, για νέες μεγάλες μειώσεις τιμών. Ιδίως σε αυτά τα πολυτελή και περισσότερο κοστοβόρα -στα λειτουργικά τους έξοδα- ξενοδοχεία. Στα πεντάστερα ξενοδοχεία, ακριβώς, που με τις υψηλές λειτουργικές τους δαπάνες, καθίστανται έως κι ελάχιστα αποδοτικά, στην οικονομική αποδοτικότητα και ευάλωτα στις πιέσεις του “αθέμιτου ανταγωνισμού” της τουριστικής αγοράς. Με προφανή περαιτέρω συνέπεια των δεδομένων αυτών, να οδηγούμαστε, στην κάθετη πτώση των τιμών πώλησης του τουριστικού προϊόντος των 5άστερων ξενοδοχείων. Αλλά και στην αναλογική “υποκλιμάκωση“, στις χαμηλές τιμές των 5άστερων -που συνήθως συμβαίνει- και για τις τιμές των κατώτερης κατηγορίας αστεριών των ξενοδοχείων αυτών, σε όλη την ελληνική τουριστική αγορά. Και έτσι, να πλήττονται, συνολικά και τα τουριστικά μας έσοδα, η οικονομική αποδοτικότητα των ξενοδοχείων να γίνεται αρνητική, αλλά και η ίδια η βιωσιμότητα της λειτουργίας του τουρισμού στη χώρα μας να εκτίθεται σε μεγάλο κίνδυνο. Ώστε, να φτάνουν, να επωφελούνται, από τις χαμηλές αυτές τιμές, ως και οι -εισοδηματικά- φτωχότεροι από τους τουρίστες μας… Με τον επηρεασμό της αναλογικής πτώσης των τιμών και στα χαμηλής κατηγορίας καταλύματα, που οι φτωχότεροι τουρίστες επιλέγουν. Λόγω, κυρίως, αναλογικής προσομοίωσής τους και προς τα “πολλών αστέρων”, υψηλής κατηγορίας, ξενοδοχεία. Κυρίως -με την “υποκλιμάκωση“- των τιμών αυτών, που παρατηρείται -προηγουμένως- και για τις μειωμένες τιμές, στα πολυτελή μας ξενοδοχεία, όπως ήδη προείπαμε…

Και επομένως, η άμετρη συγκέντρωση, μιας ποιοτικής αναβάθμισης των ξενοδοχείων μας, μόνο σε πολυτελείς κατηγορίες ξενοδοχείων, μας υποχρεώνει -στην πραγματικότητα- στην ακόμα μεγαλύτερη πτώση των τιμών του τουρισμού μας και για το σύνολο όλων των κατηγοριών τους…

Εξάλλου, ελάχιστα, έως και καθόλου, επιδρά -μειωτικά, ως προς τις τιμές πώλησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος- το σύστημα των κρατήσεων, με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, για φιλοξενία, στην Ελλάδα, με βάση την “πλατφόρμα” της -επεκτεινόμενης ήδη- μεθόδου του Air brb. Γι’ αυτό και την πλατφόρμα αυτή, του Air bnb,, οι ξενοδόχοι και Διοικήσεις, του Σ.Ε.Τ.Ε και του Π.Ο.Ξ., την θεώρησαν υπεύθυνη για τα αρνητικά τους οικονομικά αποτελέσματα, που δείχνουν έχουν. Και για τα οποία θεωρούν πως τους βλάπτει, η Air bnb, ασκώντας τους κάποιο είδος “αθέμιτο ανταγωνισμό”, που προσβάλλει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Γι” αυτό και προσέφυγαν κι αυτοί, στην “Επιτροπή Ανταγωνισμού”, λίγο μετά κι από τη δική μας αυτοπρόσωπη παράσταση, στη Διοίκησή της Επιτροπής αυτής. Ωστόσο, ως οικονομολόγος, θεωρώ, αβίαστα να πω, πως: Οι τιμές, λοιπόν, πώλησης, των Ελλήνων ξενοδόχων, φαίνεται πως, ελάχιστα επηρεάζονται από δράσεις του Air bnb. Πολύ περισσότερο όταν, το πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού, στο οποίο λειτουργούν, ανήκει σε άλλο πλαίσιο ανταγωνισμού. Και οι τιμές τους, “παίζονται” σε άλλο τερέν, απ’ αυτό της αναμέτρησης και του ανταγωνισμού των τιμών τους. Αφού, οι διακεκριμένοι αυτοί φορείς, έχουν -καθαρά- και διαφορετική αγορά, στην πελατεία (στη ζήτηση) και είναι διαφορετικό το προσφερόμενο προϊόν (στην προσφορά)…

Προσεγγίζοντας ακολούθως, τις σχετικές μας εκτιμήσεις, για τη διεθνή συγκρισιμότητα των τουριστικών τιμών και των άλλων μεγεθών, χρησιμοποιούμε εδώ κάθε είδους μέθοδο, έως κι αυτήν μέθοδο, της “εις άτοπον απαγωγής”. Προκειμένου να προσεγγίσουμε, “ολιστικά”, το ζήτημα του βαθμού της υποτιμολόγησης του ελληνικού τουρισμού και να αποτιμήσουμε τα μεγέθη του, ανάλογα κι ως εξής:

Απορρίπτοντας την αξιολόγηση πως: τα Success Story του ελληνικού τουρισμού, δεν μπορεί ποτέ να αφορούν μόνο στα συνεχόμενα ρεκόρ αυξήσεων, σε αφίξεις τουριστών. Αλλά πρέπει να αφορούσαν και τις τιμές των πωληθέντων τουριστικών μας πακέτων. Πράγμα που δεν συνέβηκε όμως. Όπως θα όφειλαν, πιεζόμενες αυξητικά, απ’ την αυξημένη ζήτηση, οι τιμές τους αυτές.

Μα και μόνο απ’ την απλή θεώρηση των επικρατουσών αυτών τιμών πώλησης των τουριστικών μας πακέτων, σε ολόκληρη -και πάλι- την μνημονιακή δεκαετία. Με σύγκρισή της και με τις αντίστοιχες τιμές των άλλων -γειτονικών και ανταγωνιστικών μας- χωρών. Μαρτυρά -όπως παρατηρούμε- ότι: αυτές οι αυξητικές τάσεις, στις τιμές μας, έπρεπε να είχαν συμβεί, σε όλη την μνημονιακή περίοδο. Και απεναντίας, ήρθαν και μας φορτώθηκαν, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις με τα μεγάλα διαχειριστικά τους ελλείμματα και με τα τεράστια τραπεζικά τους χρέη.

Και γιατί το λέμε και το αναμέναμε αυτό ; Γιατί, εάν ένα λογικό και δίκαιο, “περιθώριο κέρδους”, στη λειτουργία του τουρισμού, μπορεί να είναι γύρω στο: 10%, κατά μ.ό., για κάθε χώρα που εκμεταλλεύεται τον κλάδο του τουρισμού της. Τότε, γεννάται κι ο εξής αναστοχασμός: Πώς είναι δυνατό, στην ελληνική περίπτωση, να γίνεται κατανοητό, ένα τέτοιο δεδομένο; Όπου: ενώ η Μέση Κατά Κεφαλή Τουριστική Δαπάνη (ΜΚΚΤΔ), στις γειτονικές και ανταγωνιστικές χώρες, είναι μεγαλύτερη, από 50%, έως και 100%, απ’ αυτή (την ΜΚΚΤΔ) της Ελλάδας (χωρίς να έχουμε υποστεί -με τη τιμολογιακή μας υστέρηση- και μια διαχειριστική ζημία, η οποία να μην είναι καθόλου μικρότερη, από το: 30%, κάτω κι απ’ το κόστος παραγωγής του τουριστικού μας προϊόντος);

Ένα ποσοστό, δηλαδή, το οποίο, με βάση τα οικονομικά μεγέθη, από τη τουριστική κίνηση του τουρισμού, το 2019, αφορά σε ένα ποσό, που προσεγγίζει γύρω στα: 10 δις €, ετησίως. Άλλωστε κι αυτή ακόμα, η Μ.Κ.Κ.Τ.Δ., που καταγράφεται να έχουμε στην Ελλάδα, δείχνει να κραυγάζει πως, υστερεί -απέναντι σε κάθε άλλη συγκρίσιμη χώρα- τόσο χαρακτηριστικά, που μόνο ως τεράστια διαχειριστική ζημιά μας, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή…

Κι όταν, επίσης, για όλη αυτή την περίοδο: των Success Stories, του ελληνικού τουρισμού, σε αφίξεις τουριστών και μόνο -την περίοδο της μεγάλης, παρατεταμένης οικονομικής κρίσης -με τα τρία μνημόνια που μας γονάτισε- είχαμε εκτιμήσει -κατά προσέγγιση κι εμείς, για μια ελεγχόμενη σύγκριση- τη “μέση κατά κεφαλή τουριστική μας δαπάνη” (ΜΚΚΤΔ), με άλλες, τουριστικά ανταγωνιστικές μας, χώρες, να έχει την ακόλουθη, συγκριτικά, εικόνα:

-στην Ιταλία, να είναι ανώτερη κατά 140%.

-στην Ισπανία, να είναι ανώτερη κατά 125%.

-στην Πορτογαλία, να είναι ανώτερη κατά 90%.

-στην Κύπρο, να είναι ανώτερη κατά 65%.

-στην Τουρκία, να είναι ανώτερη κατά 22%, από τη δική μας κ.ο.κ..

Και συνεπώς των προαναφερομένων. Πέραν των κατανοητών, οριακών πάντως κι ανεκτών κοστολογικών διαφοροποιήσεών μας, από χώρα σε χώρα, μπορεί να αναστοχάζεται κανείς, κάτω από τον εξής προβληματισμό:

– Σε ποιό βαθμό, η -ποσοστιαία αυτή- τεράστια διαφορά της υστέρησής μας, από τη διαφορά των τιμολογιακών χασμάτων, από χώρα σε χώρα, ως απόκλιση από την “ΜΚΚΤΔ”, δείχνει να κατανέμεται;

– (α) Μεταξύ: του υπερβάλλοντος ποσοστού της υποτιθέμενης -από εμάς- αισχροκέρδειας, από τυχούσα υπερτιμολόγηση του τουρισμού των σχετικά ακριβότερων χωρών, από τη μια πλευρά;

– Και της -υποτιθέμενα- υστερούσας, λόγω της διαχειριστικής της ζημίας, ποσοστιαίας της απόκλισης, στην πώληση. Με τιμές πώλησης, έως και κάτω και του κόστους παραγωγής, του τουριστικού μας προϊόντος, από τη φτηνότερη χώρα, στην άλλη πλευρά;

(Και μάλιστα, για μια υστερούσα διαφορά, που διαρκεί κι είναι μεγαλύτερη της δεκαετίας.)

Κι ο αναστοχασμός μας αυτός, δεν επιτρέπει καμιά εκτίμηση της υποτιμολογημένης αυτής τιμής του τουριστικού μας προϊόντος, που να είναι μικρότερη -σε απόσταση- από το: 30%, ως κατώτατη τιμή, συγκρινόμενη με ένα “αντικειμενικό κόστος” της παραγωγής του προσφερόμενου τουριστικού μας προϊόντος…

Και με τα δεδομένα της τεράστιας υστέρησης μας, στην ΜΚΚΤΔ, έναντι άλλων γειτονικών -ή σχετιζόμενων, με εμάς- τουριστικών χωρών, δεν μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικές και καθόλου αποδεκτές -προς εφησυχασμό μας- οι τιμολογιακές αυτές διαφορές μας στον τουρισμό. Πλην μιας μόνο πρόβλεψης και του γεγονότος. Να είναι, οι ίδιες, οι υποτιμημένες τιμές, το αποτέλεσμα της πολύ συστηματικής και τόσο ζημιογόνου υπερεκμετάλλευσης, του τουριστικού μας κλάδου, από τον χρόνιο και τον συστηματικά ασκούμενο, “αθέμιτο ανταγωνισμό” της γερμανικής TUI…

Μιας ζημιογόνου τουριστικής εκμετάλλευσης, των ξενοδοχειακών μας επιχειρήσεων, όπου, η σύνθεση του μετοχικού τους κεφαλαίου, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων αυτών, έφτασε στο σημείο, ώστε: η σχέση: Ξένων, προς τα Ίδια κεφάλαια, στην πλειονότητά της, να είναι πολλαπλάσια της μονάδας και σαφώς προβληματική. Ενώ και η υπερχρέωση τους, σε τραπεζικό δανεισμό, των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, να βρίσκεται στο ζενίθ και στο υψηλότερο επίπεδο, έναντι όλων των άλλων κλάδων της οικονομίας μας, όπως, επίσης, καταφαίνεται και απ’ την αρθρογραφία που επικολλούμε αμέσως εδώ:

https://new-economy.gr/…/i-eksaplosi-ton-kokkinon…/

Και ο σχετικός εδώ προβληματισμός μας, αναδεικνύεται πολύ περισσότερο ζημιογόνος, όταν κι αυτή, η “εγχώρια προστιθέμενη αξία”, που χτίζει κι ενσωματώνεται στο πωλούμενο τουριστικό μας προϊόν, για το 2019, μόλις που άγγιζε -αν το έφτασε καν- το: 20%, περίπου, της τιμής πώλησής του. Ενώ, για όλες τις άλλες -τις προαναφερθείσες ήδη- χώρες, η ποσοστιαία συμμετοχή, αυτής της “εγχώριας προστιθέμενης αξίας”, στο τουριστικό τους προϊόν, έφτανε να είναι έως και πολλαπλάσια, ως ποσοστό συμμετοχής της, απ’ το ποσοστό που εμείς κατέχουμε στο δικό μας τουριστικό προϊόν…

Οι απαράδεκτες αυτές επιδόσεις, της -τόσο χαρακτηριστικά μεγάλης- τιμολογιακής μας υστέρησης στον τουρισμό, έως και κάτω του κόστους παραγωγής του, όσο και η χαμηλή, “εγχώρια προστιθέμενη αξία”, στο τουριστικό μας προϊόν, διευκολύνθηκαν (διαβάζεται και επεβλήθηκαν), στο μεγαλύτερο βαθμό τους, απ’ τις ασυγκράτητες υπερεπεκτάσεις των ξενοδοχειακών μας μονάδων, που υποδαύλισε η TUI. Υπερεπεκτάσεις οι οποίες, μετέβαλαν, αποφασιστικά, τα φυσιολογικά μεγέθη, στην ισορροπία “ζήτησης & προσφοράς” στο τουριστικό μας προϊόν. Κι εξώθησαν σε πτώση τιμών τα τουριστικά μας πακέτα. Γεγονός που συγκροτεί το κυριότερο διαχρονικό επίτευγμα της TUI, σε βάρος μας! Αφού οι ξενοδοχειακές μας υπερεπενδύσεις, ακόμα και στις εποχές κρίσης & μνημονίων, φαίνονταν, πεντακάθαρα πια, ότι, προέρχονταν, από μια δόλια κι υπόγεια προσχεδιασμένη, “μόχλευση” τους, από τις άδηλες και αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις τους και τις λοιπές, άλλες υπόγειες συναλλαγές και δράσεις της TUI. Καθώς κι όλων των άλλων, “καρτελοποιημένων” μαζί της- Tour Operators, που δρούσαν, για χρόνια, στη χώρα, ασύδοτα, ανέλεγκτα και βλαπτικά. Με μόνιμη τη σύμπραξη και τη συνεργασία τους, με τη γερμανική TUI, που κατέχει, αδιαφιλονίκητα, τη δεσπόζουσα θέση της, ανάμεσά τους…

Της μόνης, από τους Tour Operators, που έχει το -ειδικού βάρους- “επιχειρηματικό προφίλ”, με τον μεγαλύτερο, παντός άλλου, όγκο της. Και η οποία, μαζί με τα δεκάδες αεροσκάφη της και τη συνεργασία της, με την γερμανική Fraport (άτυπη προέκτασή της) και την επίσης γερμανική Lufthansa, μαζί και με τα 17 κρουαζιερόπλοια της. Καθώς, η ίδια, μπορεί να λειτουργήσει, επίσης ταυτόχρονα, τόσο στην πλευρά της “ζήτησης”, όσο και της “προσφοράς” του τουριστικού μας προϊόντος. Με τα πενήντα μεγάλα ξενοδοχεία της, να διακτινίζονται στην ελληνική επικράτεια και τις πολυσχιδείς συνεργασίες της, με τους μεγαλύτερους ξενοδοχειακούς ομίλους της χώρας, δεν θα μπορούσε απλώς, να θεωρηθεί, αλλά και να είναι ο “ι θ ύ ν ω ν ν ο υ ς” και ο μόνος ικανός να καταφέρνει -και σε μεγάλη χρονική διάρκεια- να νοθεύει τον “υγιή ανταγωνισμό” και να λεηλατεί την ελληνική τουριστική αγορά και την οικονομία της χώρας μας, κατ’ επέκταση. Αλλά και να μπορεί, να οργανώνει, σε μια ενιαία διαχείριση, την απαιτούμενη -για τους προαναφερόμενους στόχους της- τουριστική πολιτική. Στην οποία επωφελούνται κι άλλοι Tour Operators, οι οποίοι -ανεμπόδιστα πλέον- μπορούν να νέμονται ληστρικά, τα διαφυγόντα έσοδα του τουρισμού. Επωφελούμενοι απ’ το καθεστώς εκμετάλλευσης, που τους “έστησε” και τους πρόσφερε, η ίδια η TUI. Αυτή που μπόρεσε να τους συνεγείρει όλους, στον οικονομικό της στρατηγικό σχεδιασμό. Με την ενιαία κι εναρμονισμένη, υπονομευτική της δράση, όπως εκείνη που εξυπηρετούσε τα στενά της οικονομικά συμφέροντα και μόνο. Αλλά και που αποτελεί, η TUI, τον “φυσικό”, αλλά και “ηθικό αυτουργό”, του εγκλήματος λεηλασίας του ελληνικού τουρισμού, με τα ανεπανόρθωτα πλήγματα που προξένησε και στην ελληνική οικονομία. Αφού, η ίδια διαθέτει τη δύναμη επιβολής, μα και το απαιτούμενο “κύρος”, να εμπνεύσει και να παρακινήσει και άλλους, στην κατεύθυνση που ήδη περιγράψαμε. Και τελικά, να επιβάλει, την προμελετημένα σχεδιασμένη (made in Germany) -πολύχρονης διάρκειας- και επαρκή μέθοδο, των επιτήδειων και των αθέμιτα εναρμονισμένων αντιανταγωνιστικών της πρακτικών. Για την κατάκτηση και υπόταξη της τουριστικής μας αγοράς, στις άνομες και αφόρητα βλαπτικές, επιδιώξεις της.

(Παραβλέπουμε εδώ -μα χωρίς να εξαιρούμε κιόλας, εντελώς, από τα “έχοντας υπόψη” του ιστορικού υποσυνείδητου- την υποκρυπτόμενη -ίσως- πολιτική της Γερμανικής Ομοσπονδίας και του “βαθέος Κράτους της”, σε βάρος της χώρας μας. Μια πολιτική, η οποία, αντί να είναι αμοιβαία και ισότιμα, επωφελής, στα πλαίσια της Ε.Ε., ως μια γνήσια ευρωπαϊκή, αυτή δείχνει να κατατείνει να είναι -σε σημαντικό βαθμό- έως και ιμπεριαλιστική, προς τη χώρα μας ή και υπονομευτική των καλώς εννοουμένων συμφερόντων μας. Σε σημείο μάλιστα που, να αμφισβητείται, από πολλούς, ακόμα και σήμερα, η αξιοπιστία των ασκούμενων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φτάνουν να χαρακτηρίζονται, από μερίδα του τύπου, ως και οι πολιτικές, της “Γερμανικής Ευρώπης”… Όπως οι πολιτικές αυτές εκδηλώνονται, έως σήμερα, στις σημαντικές οικονομικές σχέσεις, της Ελλάδας, με τη Γερμανία. Και ειδικότερα, στον κυριότερο τομέα γερμανικού ενδιαφέροντος, που αφορά στον τουρισμό της Ελλάδας. Έχοντας ως βασικό διαχειριστή της, τη γερμανική TUI. Σε μια σχέση, της ασύμμετρης οικονομικής συνεργασίας μας με τη Γερμανία. Όπως είχαμε αναδείξει, με αρθρογραφία μας, που απεικόνιζε τις οικονομικές σχέσεις, της Γερμανίας, με την Ελλάδα. Αρθρογραφία, την οποία, επικολλούμε αμέσως εδώ:

https://new-economy.gr/…/oi-ependiseis-kai-ta-kerdi…/

Και τη χαρακτηριστική αυτή πολιτική της Γερμανίας, ως η πολιτική ενός νέου μοντέλου μερκαντιλισμού με διευρυνόμενα τα εμπορικά πλεονάσματα, στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, της Γερμανίας, με όλο τον κόσμο, αλλά και με εμάς, επιχειρήσαμε και εμείς να τα περιγράψουμε και να τα ερμηνεύσουμε, θεωρητικά, αλλά και ιστορικά και σε άλλη αφορμή, με σχετική αρθρογραφία μας, επίσης, την οποία αμέσως επικολούμε εδώ:

https://new-economy.gr/2021/02/06/merkantilismos-germany/ )…

Ώστε, να επικρατήσει, να κυριαρχήσει και να επιβληθεί, αυτό το υποτιμολογημένο και υπονομευμένο “τουριστικό μοντέλο της TUI” στη χώρα. Ως πλαίσιο μιας αδιαμφισβήτητης διαχειριστικής μας υπαγωγής, στη λειτουργική εξυπηρέτηση, πρωτίστως, των ιδιοτελών συμφερόντων της ίδιας της Γερμανίας. Κι όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά και γενικότερα. Με εφαρμογή καθεστώτος υποτιμολόγησης του τουριστικού προϊόντος, που να συναγωνίζεται, σε υψηλούς ρυθμούς τουριστικής -και ιδίως ξενοδοχειακής- ανάπτυξης. Ώστε, να μπορεί να συναγωνίζεται, ακόμα και με διψήφιους -ποσοστιαία- ρυθμούς ανάπτυξης. Τους ρυθμούς που είναι ανάλογοι προς εκείνους της ολοκληρωτικής και αυταρχικής Κίνας. Δηλαδή, τους ρυθμούς της παγκόσμιας πρωταθλήτριας της ανάπτυξης, τα τελευταία χρόνια!!! Αυτό άλλωστε, το είχαμε καταδείξει -μαζί και με άλλα στοιχεία- σε παλιότερη αρθρογραφία μας, με πολλά άρθρα μας. Ένα των οποίων επικολλούμε αμέσως εδώ:

https://new-economy.gr/…/ta-aorata-success-stories-tou…/

Αναλυτικότερα, παρατηρεί επίσης κανείς -ως συνέπεια της οικονομικής μας αποδυνάμωσης και της μείωσης της ανταγωνιστικής μας θέσης- και τις εξής επιπτώσεις. Όπου, αυτή η υπερπροσφορά των νέων τουριστικών μας καταλυμάτων, υπήρξε, λειτούργησε σε τέτοια επίπεδα, που έφτανε ως την υπερκάλυψη, της αυξημένης τουριστικής ζήτησης. Ώστε, η νέα διαθέσιμη προσφορά του τουριστικού μας προϊόντος, να υπερκαλύπτει ακόμα και τις αυξήσεις, σε αφίξεις τουριστών, που ήταν -κατ’ έτος- διψήφιες, ποσοστιαία, στη χώρα. Και η υπερκάλυψη των αναγκών φιλοξενίας, του εκρηκτικού τουριστικού ρεύματος, που πλημμύριζε τη χώρα, ήταν το εντυπωσιακό αποτέλεσμα, κατασκευαστικής έκρηξης -με νέα ξενοδοχεία που κτίστηκαν- αλλά και των τεράστιων επενδύσεων που διατέθηκαν σχετικά και μόνο στον τουριστικό κλάδο της οικονομίας μας. Η πραγματοποίηση δε, αυτής της εκρηκτικής οικοδομικής μας μεγέθυνσης, σε τουριστικά καταλύματα και για μακριά σειρά ετών οικονομικών χρήσεων, κάλυψε -με υπεραπορρόφηση’ τις αυξημένες νέες ανάγκες φιλοξενίας του αυξανόμενου ρεύματος των τουριστών κι επέφερε νέες πιέσεις πτώσεως των τιμών στον κλάδο. Μέσα απ’ τη σκόπιμη διατάραξη της ανταγωνιστικής ισορροπίας τιμών, στην πλάστιγγα, προσφοράς & ζήτησης. Όπου, την αυξημένη τουριστική ζήτηση, την υποδέχθηκε μια ακόμα περισσότερο αυξημένη προσφορά στα καταλύματα. Με συνέπεια, η υπερπροσφορά αυτή, να έχει προκαλέσει, αντανακλαστικά, έλλειμμα στην τουριστική ζήτηση και πλεόνασμα στην προσφορά, απ’ την μείωση ποσοστών της πληρότητας των διαθέσιμων -κάθε φορά- τουριστικών μας καταλυμάτων. Γεγονότα που συνεπάγονται, τάσεις και πιέσεις, για την περαιτέρω μείωση των τιμών στο τουριστικό μας προϊόν…

Και η εκρηκτική αυτή οικοδομική τουριστική μεγέθυνση, συνέβαινε, ιδίως όταν, στη χώρα, η οικονομική μας συγκυρία, διάνυε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης κι αποεπένδυσης, σε όλους τους άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας μας. Όμως, η συνεχόμενη αυτή υπερεπένδυση στον ελληνικό τουρισμό, δεν συγκρατήθηκε καν και μήτε αναχαιτίστηκε, απ’ τις -παρατεταμένα και επίμονα- χαμηλές οικονομικές αποδόσεις, του ίδιου του κλάδου.

Αξίζει να συνεκτιμήσει κανείς, συγκριτικά με την πορεία των τουριστικών μας επενδύσεων και την εξέλιξη επενδύσεων στην αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Όταν οι χαμηλές τιμές των υδρογονανθράκων, ανέκοψαν τις έρευνες ως και τις εξορύξεις, στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι ανάσχεσαν τους σχεδιασμούς ως και της κατασκευής του EAST MED. Αντίθετα, οι χαμηλές τιμές του ελληνικού τουρισμού, μήτε για μια στιγμή, δεν ανάσχεσαν την τεράστια αυτή έκρηξη των επενδύσεων, στον τουριστικό κλάδο, οι οποίες βασίστηκαν, αποκλειστικά και μόνο, στις γνωστές και επίμονα “αντιανταγωνιστικές μεθοδεύσεις” και τις ειδικές πρακτικές, που μας άσκησε, η γερμανική TUI. Μα και!οι κραυγαλέες αυτές αρνητικές οικονομικές αποδόσεις του κλάδου -όπως κι οι μεγάλες, αντίστοιχα, επενδύσεις του, σε προηγούμενες οικονομικές χρήσεις- δεν μας προδιέθεσαν καθόλου αρνητικά. Ενώ θα όφειλαν να είχαν αποθαρρύνει μια τέτοια κούρσα τουριστικής υπερεπέκτασης, οι επενδύσεις αυτές την ωθούσαν ακόμη περισσότερο. Δεν μπορούν πια, ούτε και εκ των υστέρων, να βρουν καμιά δικαιολογία, που να μπορεί να σταθεί και να τη θεωρήσει κανείς ως φυσιολογική, για την -πλήρως αδικαιολόγητη- μεγάλη ανάπτυξή μας στον τουρισμό…

Και προφανώς, η μεγάλη τουριστική κίνηση, που εκδηλώθηκε, στη συνέχεια, αντί να φέρει τα θετικά οικονομικά αποτελέσματά της, στη διαχείριση των ξενοδοχείων μας, μας οδήγησε, διαχειριστικά, σε ένα άλλο άκρο, από τον αναμενόμενο τουριστικό μας προορισμό. Σε πορεία αντίθετη. Πορεία ακύρωσης των προσδοκούμενων οικονομικών αποδόσεων μας, με τη συρρίκνωση της “μέσης κατά κεφαλή τουριστικής δαπάνης” (ΜΚΚΤΔ). Καθώς και με επαυξημένα, επαναλαμβανόμενα διαχειριστικά ελλείμματα των τουριστικών μας επιχειρήσεων. Αλλά και με συνεχή αύξηση τόσο των υπέρμετρων εισαγωγών μας απ’ το εξωτερικό, αλλά και του όγκου στο τραπεζικό δανεισμό, όσο και του πλήθους των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, στη συνέχεια.

Μια κατάσταση, δηλαδή, που -αντικειμενικά- υπονομεύει ως και την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του κλάδου κι οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους και σε απόκρημνα οικονομικά μονοπάτια, βέβαιης κατολίσθησης μας προς την οικονομική καταστροφή. Όπως είναι κι αυτά που αφορούν την απίσχανση, την αποδυνάμωσή μας, που εξωθούν, τελικά και στην οικονομική κατάρρευση, της ίδιας της χώρας μας, στο προβλεπτό μέλλον.

Κινδύνους κι αρνητικές συνέπειες τις οποίες περιγράψαμε σε πρόσφατο άρθρο μας, που επικολλούμε, μόλις τώρα, εδώ:

https://new-economy.gr/…/03/04/karvouno-i-galazia-patrida/

Έτσι, με τα -εξακολουθητικώς σημειωθέντα- Success Story στην Ελλάδα, μετατρέψαμε, τα συνεχιζόμενα νέα ρεκόρ, των αυξήσεων, στις αφίξεις τουριστών, σε μια “πύρρεια νίκη” και σε έναν -διαχειριστικό μας- “πανωλεθρίαμβό”, όπως τον έχουμε ήδη χαρακτηρίσει, σε άλλες αρθρογραφικές μας αναφορές. Σε βαθμό, μάλιστα, που -παρά αυτά τα Success Story- να μην μπορούν να αυξηθούν και οι συνολικές πληρότητες των ξενοδοχείων κι η οικονομική αποδοτικότητά τους να παραμένει αρνητική. Κι ούτε οι συνολικές πληρότητες να φτάνουν σε επίπεδο που να μειώνουν -ποσοστιαία, μέσα στο έτος- τις αδιάθετες και προς πώληση, κλίνες, εξ αιτίας των νέων διαθεσιμότητων, των νέων ξενοδοχειακών μας κλινών. Μήτε ακόμα και στην υψηλή τη θερινή τουριστική μας περίοδο!

Έχοντας και επιπρόσθετα αρνητικά παρεπόμενα αποτελέσματα, στην οικονομική διαχείριση του τουριστικού μας προϊόντος. Όσα συνιστούν δυσμενοποίηση της ποιότητας του παρεχόμενου τουριστικού μας προϊόντος και των προοπτικών του, ενώ απεμπολούν κάθε ελπίδα, για επόμενη καλή διαπραγμάτευση στις τιμές του τουριστικού μας προϊόντος, στο μέλλον. Καθώς φαίνεται να μην επιτυγχάνεται και να ακυρώνεται, πρακτικά, η διακηρυγμένη προσπάθεια, για διεύρυνση της στενής μας τουριστικής περιόδου. Ώστε να καταλήγουμε, σε ακύρωση προσπαθειών για διεύρυνση του χρόνου της στενής διαχειριστικής λειτουργίας των ξενοδοχειακών μας μονάδων. Και συναφώς, στην μείωση της χρονικής διάρκειας, για αποδοτική οικονομική εκμετάλλευση των ξενοδοχείων μας. Κάτι, βεβαίως, που επιδεινώθηκε, ακόμα και μέσα στη τελευταία διετία, της περιόδου της πανδημίας, με την κάθετη πτώση της τουριστικής κίνησης. Όπως διαπιστώσαμε και με το πρόσφατο άρθρο μας, που επικολλούμε αμέσως εδώ:

https://new-economy.gr/…/oxi-allo-karvouno-ston-tourismo/

Εξάλλου, η προσυμφωνημένη αποπληρωμή των χορηγήσεων, για τις υπόγειες αυτές χρηματοδοτήσεις, των υπερεπενδύσεων των ξενοδόχων, προς τους Tour Operators και χορηγούς τους, εξακολουθεί να διενεργείται, με τη τήρηση και σύναψη νέων, πολυετών συμφωνιών, κλεισίματος της ενοικίασης των νέων τους καταλυμάτων, σε πολύ χαμηλές -μέχρι κι εντελώς ευτελείς- τιμές, όπως ακριβώς το περιγράψαμε στο προηγούμενο μέρος της πραγματείας μας. Με συμφωνίες, που μας παγιδεύουν, ευρύτερα, σε τιμές και σε επίπεδα τιμών, έως και πολύ κάτω του κόστους παραγωγής του τουριστικού μας προϊόντος. Καθηλώνοντας και τη τουριστική αγορά, στο σύνολό της, σε συνεχείς αρνητικές αποδόσεις και νέα ανεξέλεγκτα διαχειριστικά ελλείμματα, με πολλαπλασιαστικά αρνητικές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα λειτουργίας.

Ενώ και οι εξοφλητικές αυτές συμφωνίες, έναντι των χορηγηθέντων χρηματοδοτήσεων, για επέκταση της τουριστικής δυναμικότητας, λειτουργούν κι ως, αναπόδραστα δεσμευτικός “οδηγός προσομοίωσης”, προς όλους εκείνους, στην ευρύτερη τουριστική αγορά της χώρας, όπως, επίσης, υπονοήσαμε και προηγουμένως.

Παράλληλα, η αυξημένη αυτή δυναμικότητα των νέων ξενοδοχειακών κλινών, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει άλλο, τις εισροές για την παραγωγή του προϊόντος της, απ’ την εγχώρια αγορά -και ειδικά, από την εγχώρια παραγωγική δύναμη και την εγχώρια, πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή μας- εκφράζεται, αγοραστικά, με μια αγωνιώδη αναζήτηση, για ανεύρεση των -παγκοσμίως- φτηνότερων παραγωγικών συντελεστών της. Ιδίως μάλιστα όταν, ενώ, η εγχώρια αγορά, αδυνατεί να μας καλύψει άλλο, τις ανάγκες της προϋπάρχουσας δυναμικότητας των ξενοδοχείων μας, οι νέες αυτές χαμηλότερες τιμές των τουριστικών μας πακέτων, να μην δύνανται να εξυπηρετηθούν άλλο, στην παραγωγή τους, ούτε κατ’ ελάχιστον, απ’ την εγχώρια παραγωγή. Και έτσι, να οδηγούνται, επιτακτικότερα πλέον, σε περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών τους απ’ το εξωτερικό, για τις νέες ανάγκες της λειτουργίας του κλάδου. Διερευνώντας -εξ ανάγκης- για τα φτηνότερα προϊόντα που μπορεί να ανευρεθούν σέ όλο τον κόσμο και για τα είδη που χρειάζονται κι έχουν ανάγκη στη λειτουργία τους, τα νέα αυτά ξενοδοχεία. Και παραμερίζοντας -εξ ανάγκης- τις ενδεχόμενες αναστολές τους για αγορές τους από το εξωτερικό, αν συναντούν κακή ποιότητα, ρίχνουν, υποχρεωτικά και την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος. Με συνέπεια να τροφοδοτείται, στη συνέχεια, ένας “φαύλος κύκλος”, που αφορά την ποιοτική διολίσθηση του τουριστικού μας προϊόντος, που παρασύρει σε νέες πιέσεις, για περαιτέρω μειώσεις τιμών, στις ήδη χαμηλές τιμές του προϊόντος.

Έτσι λοιπόν, ο τουρισμός μας, το 2019, έφτασε να κατέχεται με περισσότερο από το: 80% των αναγκών, σε εισροές παραγωγής του -από αυτές που “χτίζουν” το προσφερόμενο τουριστικό μας προϊόν- από εισαγωγές του, απ’ το εξωτερικό. Ενώ το προερχόμενο από εισροές της εγχώριας παραγωγής, τουριστικό μας προϊόν, να αντιστοιχεί, μόλις, στο: 20%, περίπου, των συντελεστών παραγωγής του τουριστικού προϊόντος, ως η εγχώρια προστιθέμενη αξία του.

Και αυτό, είναι ένα ακόμα, πολύ αρνητικό χαρακτηριστικό, του ακολουθούμενου μοντέλου που μας επέβαλε η γερμανική Tui. Ένα τουριστικό μοντέλο που, δείχνει ότι, συγγενεύει περισσότερο με έναν ξενόφερτο, παρασιτικό κι αποικιακού τύπου, εξαρτημένο οικονομικό θύλακα, στην οικονομία μας. Ενώ, το υφιστάμενο κι ακολουθούμενο, τουριστικό μας μοντέλο, παίρνει το σχήμα που έχει κι ένα “άδειο πουκάμισο”… Όπως είναι και το σχήμα ενός τεράστιου “Τ“, που έχει για εμπορικό της σήμα η TUI. Και αντίθετα. Κάθε άλλο παρά, φαίνεται να μοιάζει, με κάποιο που να είναι ένα γνήσια παραγωγικό μοντέλο…

Μα και το ιστορικό, της στρεβλής και τόσο επικίνδυνης οικονομικής μας πορείας, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Επηρεάστηκε, εξ αρχής, αρνητικά, από τα απόνερα της μοιραίας απόληξης του διηπειρωτικού εμπορικού πολέμου, των ΗΠΑ και της Ε.Ε. και του μεταξύ τους, ακραίου παραγωγικού και οικονομικού ανταγωνισμού. Ενός παγκόσμιου φαινομένου, παράπλευρων αστοχιών, του διεθνούς εμπορικού πολέμου και του συστήματος της “μονεταριστικής παγκοσμιοποίησης”. Αφορά το γνωστό ιστορικό, των αποτελεσμάτων, του παραγωγικού και οικονομικού ανταγωνισμού των αεροναυπηγικών συγκροτημάτων ΗΠΑ & Ε.Ε.. Εκείνου του ιστορικού, που πατάει και δένει με τις εξελίξεις που ταλαιπωρούν και σήμερα, τον ελληνικό τουρισμό, ενώ έβλαψαν κι εξακολουθούν να πλήττουν, εξοντωτικά, την εθνική μας οικονομία. Πρόκειται για τις παράπλευρες συνέπειες απ’ το “το φαινόμενο της πεταλούδας”, που άρχισε, το 1995, με τον ανταγωνισμό, μεταξύ, της αμερικανικής εταιρίας, Boeing και της Ευρωπαϊκής, Air Bus, όπως τον περιγράφαμε και στο τελευταίο κεφάλαιο του πρωτοχρονιάτικου άρθρου μας, για τον ελληνικό τουρισμό, που αμέσως κι εδώ επικολλούμε:

https://new-economy.gr/…/i-apolixi-stin-istoria-tis…/

* Συνεχίζεται με το “μέρος πέμπτο” (5/5).

(Με το 5ο -και τελευταίο- μέρος της πραγματείας μου για τον ελληνικό τουρισμό.)

Για το πρώτο, δεύτερο, και τρίτο μέρος πατήστε εδώ, εδώ, κι εδώ.

Για άλλα άρθρα του κ. Μυλωνά πατήστε εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώεδώ, εδώεδώ, εδώ, εδώ, εδώεδώεδώ, εδώ, εδώ, εδώ, κι εδώ.