Το δημογραφικό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην Κίνα
Project Syndicate
Η πρόσφατα δημοσιευμένη απογραφή στην Κίνα, η οποία δείχνει ότι ο πληθυσμός της σχεδόν σταμάτησε να αυξάνεται, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για σημαντικά μελλοντικά προβλήματα στη χώρα. «Τέτοια νούμερα αποτελούν μελανή σελίδα για τη χώρα», σύμφωνα με το The Economist. Αυτό «μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα», έγραψε στους Financial Times ο Huang Wenzheng από το Κινέζικο Κέντρο Παγκοσμιοποίησης (Center for China and Globalization) στο Πεκίνο.
Ωστόσο, ένα σχόλιο στην κινεζική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, Weibο, ήταν πολύ πιο εύστοχο. «Η μείωση του ποσοστού γονιμότητας, ουσιαστικά, αντανακλά την πρόοδο στον τρόπο σκέψης του κινεζικού λαού, οι γυναίκες δεν αποτελούν πια ένα εργαλείο γονιμότητας.»
Το ποσοστό γονιμότητας στην Κίνα, που αντιστοιχεί σε 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, είναι κατώτερο του ορίου αντικατάστασης γενεών, αλλά, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και σε κάθε άλλη πλούσια χώρα. Το ποσοστό γονιμότητας στην Αυστραλία είναι 1,66, στις ΗΠΑ 1,64 και στον Καναδά 1,47. Σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες τα ποσοστά γονιμότητας ξεκίνησαν να είναι κατώτερα του ορίου αντικατάστασης γενεών το 1970 και το 1980 και από τότε παρέμειναν έτσι.
Όταν το ποσοστό γονιμότητας στις ΗΠΑ επανήλθε σε ένα νούμερο λίγο υψηλότερο του δύο, από το 1990 μέχρι το 2005, οι σχολιαστές πανηγύριζαν τον μεγάλο δυναμισμό της Αμερικής και την «κοινωνική εμπιστοσύνη», δύο στοιχεία που εξέλειπαν από τη «γηραιά Ευρώπη». Στην πραγματικότητα, η αύξηση αυτή του πληθυσμού συνέβη λόγω της μετανάστευσης, με τους Ισπανόφωνους μετανάστες να διατηρούν τα υψηλά ποσοστά γονιμότητας που ίσχυαν στις λιγότερο επιτυχημένες χώρες προέλευσής τους. Από το 2000, το ποσοστό γονιμότητας των μεταναστών αυτών στις ΗΠΑ έπεσε από 2,73 σε 1,9, ενώ τα ποσοστά για τους λευκούς πολίτες ήταν χαμηλότερα του 2,0 ήδη από το 1970 και, αντίστοιχα, για μαύρους πολίτες από το 2000.
Μόνο στις φτωχότερες χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής παρατηρούνται υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων. Στην Ινδία, στα περισσότερο πλούσια κράτη, όπως στη Μαχαράστρα και τη Καρνατάκα, παρατηρούνται ποσοστά γονιμότητας κατώτερα του ορίου αντικατάστασης γενεών, ενώ στα φτωχότερα κράτη, όπως στη Μπιχάρ και τη Ούταρ Πραντές, παρατηρείται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και, ενώ το ποσοστό πληθυσμού στην Ινδία ήταν 2,2 το 2018, η Εθνική Έρευνα για την Οικογενειακή Υγεία (National Family Health Survey) της χώρας αυτής αναφέρει ότι οι γυναίκες θα ήθελαν να έχουν, κατά μέσο όρο, 1,8 παιδιά.
Εδώ και μισό αιώνα, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι στα πλούσια κράτη, όπου οι γυναίκες έχουν καλύτερο επίπεδο μόρφωσης και είναι ελεύθερες να αποφασίσουν για το εάν θέλουν παιδιά ή όχι, τα ποσοστά γονιμότητας είναι αρκετά χαμηλότερα του ορίου αντικατάστασης γενεών. Εάν οι συνθήκες αυτές εξαπλωθούν σε όλο τον κόσμο, ο παγκόσμιος πληθυσμός, εν τέλει, θα μειωθεί.
Κατά κόρον επικρατεί μία παραπλανητική αντίληψη ότι η μείωση του πληθυσμού θεωρείται κάτι το κακό. Σύμφωνα με τους Financial Times, «τα όλο και χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας απειλούν την οικονομική ανάπτυξη», ενώ αρκετά σχόλια στον ινδικό τύπο δηλώνουν με ικανοποίηση ότι, σύντομα, ο πληθυσμός της Ινδίας θα ξεπεράσει αυτόν της Κίνας. Ωστόσο, ενώ η απόλυτη οικονομική ανάπτυξη φαντάζει αρκετά δύσκολη, καθώς οι πληθυσμοί σταθεροποιούνται και, έπειτα, μειώνονται, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι αυτό που έχει σημασία για την ευημερία και την οικονομική ευκαιρία. Και εάν οι μορφωμένες γυναίκες δεν θέλουν να κάνουν μωρά, ώστε να κάνουν τους οικονομικούς εθνικιστές να νιώθουν καλά, αυτό αποτελεί μία πολύ επιθυμητή εξέλιξη.
Εν τω μεταξύ, επιχειρήματα όπως το ότι ο σταθερός ή ο φθίνων πληθυσμός απειλεί την κατά κεφαλήν αύξηση είναι υπερβολικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εντελώς λάθος.
Είναι αλήθεια ότι, όταν οι πληθυσμοί δεν αυξάνονται πια, υπάρχουν λιγότεροι εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο και το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτό αντισταθμίζεται από τη μειωμένη ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές και στέγαση για να υποστηριχθεί ο αυξανόμενος πληθυσμός. Η Κίνα επενδύει επί του παρόντος το 25% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο στην έγχυση σκυροδέματος για την κατασκευή πολυκατοικιών, δρόμων και άλλων αστικών υποδομών, μερικών εκ των οποίων δεν θα έχουν καμία αξία, καθώς ο πληθυσμός της μειώνεται. Μειώνοντας τις σπατάλες αυτές και δαπανώντας περισσότερα για την υγειονομική περίθαλψη και την υψηλή τεχνολογία, η Κίνα μπορεί να συνεχίσει να ανθίζει οικονομικά παρά τη μείωση του πληθυσμού της.
Εν τω μεταξύ, ένας σταθερός και, τελικά, φθίνων παγκόσμιος πληθυσμός θα συνέβαλε στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να αποφευχθεί η κλιματική αλλαγή και η πίεση που αναπόφευκτα ασκούν οι αυξανόμενοι πληθυσμοί στη βιοποικιλότητα και στα εύθραυστα οικοσυστήματα. Επιπροσθέτως, το εργατικό δυναμικό που έχει υπογράψει συμβάσεις δημιουργεί ισχυρότερα κίνητρα να αυτοματοποιηθούν οι επιχειρήσεις, ενώ, παράλληλα, αυξάνει τους πραγματικούς μισθούς, οι οποίοι, σε αντίθεση με την απόλυτη οικονομική ανάπτυξη, είναι αυτό που έχει σημασία για τους απλούς πολίτες.
Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μάς δίνει τη δυνατότητα να αυτοματοποιήσουμε περισσότερες εργασίες, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι οι όλο και περισσότεροι υποψήφιοι εργαζόμενοι, και όχι οι όλο και λιγότεροι. Ο πληθυσμός της Κίνας, ηλικίας 20 έως 64 ετών, θα μειωθεί, πιθανότατα, κατά περίπου 20% στα επόμενα 30 χρόνια, αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας θα συμβάλλει στην αύξηση της ευημερίας. Ο πληθυσμός της Ινδίας, σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, αυξάνεται, σήμερα, κατά περίπου δέκα εκατομμύρια το χρόνο και δεν θα σταθεροποιηθεί μέχρι το 2050.
Αλλά ακόμη και όταν η ινδική οικονομία αναπτύσσεται ραγδαία, όπως έκανε και πριν την κρίση του κορωνοϊού , ο εξαιρετικά παραγωγικός «οργανωμένος τομέας» περίπου 80 εκατομμυρίων εργαζομένων, εκείνων δηλαδή που, με επίσημες συμβάσεις, εργάζονται για εγγεγραμμένες εταιρείες και κυβερνητικούς φορείς, δεν δημιουργεί πρόσθετες θέσεις εργασίας. Η ανάπτυξη του δυνητικού εργατικού δυναμικού διογκώνει, απλώς, την τεράστια στρατιά «ανεπίσημων» ανέργων και υποαπασχολούμενων.
Είναι αλήθεια ότι τα ποσοστά γονιμότητας, που είναι κατώτερα του ορίου αντικατάστασης γενεών, δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις, τις οποίες, πιθανότατα, και η Κίνα να κληθεί να αντιμετωπίσει. Πολλοί άνθρωποι περίμεναν ότι, μετά την κατάργηση της πολιτικής για ένα παιδί το 2015, το ποσοστό γονιμότητας της Κίνας, τότε περίπου 1,65, ήταν πιθανό να αυξηθεί. Αυτό, όμως, αναιρείται, αν ρίξει κανείς μια ματιά στα τυχαία επιλεγμένα ποσοστά γεννήσεων των πολιτών κινεζικής καταγωγής, οι οποίοι ζουν σε επιτυχημένες οικονομίες, όπως η Ταϊβάν (1,07) και η Σιγκαπούρη (1,1). Σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως η Ιαπωνία (1,38) και η Κορέα (1,09), σημειώνονται, επίσης, χαμηλά ποσοστά γονιμότητας.
Με αυτά τα ποσοστά, η μείωση του πληθυσμού θα είναι κατακόρυφη και όχι σταδιακή. Εάν τα ποσοστά γεννήσεων της Κορέας δεν αυξηθούν, ο πληθυσμός της είναι πιθανό να μειωθεί από 51 εκατομμύρια, σήμερα, σε 27 εκατομμύρια έως το 2100 και η αναλογία των συνταξιούχων προς τους εργαζόμενους θα φθάσει σε σημεία που κανένα επίπεδο αυτοματισμού δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει.
Επιπλέον, έρευνες δείχνουν ότι πολλές οικογένειες, σε χώρες με ποσοστά χαμηλής γονιμότητας, θα ήθελαν να έχουν περισσότερα παιδιά, αλλά αποθαρρύνονται από τις υψηλές τιμές των ακινήτων, τις απρόσιτες υπηρεσίες φροντίδας παιδιών και άλλα εμπόδια, με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες στην προσπάθειά τους να συνδυάσουν την επαγγελματική και την οικογενειακή ζωή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει, επομένως, να επιδιώκουν να διευκολύνουν για τα ζευγάρια να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που, ιδανικά, επιθυμούν. Αλλά το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι τα μέσα ποσοστά γονιμότητας να είναι κατώτερα του ορίου αντικατάστασης γενεών, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και, με την πάροδο του χρόνου, να μειωθούν οι πληθυσμοί. Όσο πιο γρήγορα συμβεί αυτό παγκοσμίως, τόσο το καλύτερο για όλους.
Αdair Turner, Πρόεδρος της Ειτροπής Μετάβασης Ενέργειας (Energy Transitions Commission) και πρώην Πρόεδρος της ης Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Βρετανίας (Financial Service Authority) από το 2008 μέχρι το 2013
πηγή:ot.gr