Το κρασί αδέλφια ξίνισε
Θοδωρής Παπαδόπουλος, Αντιπτέραρχος (Ι) εα
«Τούτο το λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα:
Μεθύστε με τ΄ αθάνατο
κρασί του 21!»
( Κωστής Παλαμάς).
Αυτό το ποίημα ο Κωστής Παλαμάς το έγραψε για να υμνήσει το Έπος του 1940. Σίγουρα δεν φανταζόταν ότι οι προεστοί, οι δημογέροντες, οι κοτζαμπάσηδες, και οι μπέηδες, που πάντα κυβερνούσαν την δόλια Ελλάδα, θα μετατρέπονταν σε ταγματασφαλίτες, μαυραγορίτες, ράλληδες, γερμανοτσολιάδες μετά το 1940.
Ούτε βέβαια μπορούσε να φανταστεί ότι μια ζωή το πολιτικό αληταριό αυτή η μεταπολεμική πολιτική συντεχνία κλεπτών και απατεώνων θα κυβερνούσαν την Ελλάδα σαν ανθύπατοι στο προτεκτοράτο της Ευρώπης και της Αμερικής.
Το ποίημα φυσικά το έγραψε για τον αθάνατο ελληνικό απλό λαό που και τώρα αν χρειασθεί θα πάει να κάνει το χρέος του. Για τον λαό αυτό που υπομένει τα πάνδεινα και που κάποιοι απ’ αυτόν τον λαό όταν έχουν κάποιες πενταροδεκάρες τις καταθέτουν στις ελληνικές τράπεζες και όχι στο Λουξεμβούργο στην καλύτερη περίπτωση.
Το ποίημα είναι διαφορετικό από τους πανηγυρικούς δεκάρικους που εκφωνούνται στα γεύματα με προβαρισμένο τόνο και παλμό, αναντίστοιχο του εκφωνούντα αλλά και του ακροατήριου του τις περισσότερες φορές.
Αλλά και από τους άμβωνες και τις πλατείες, τις εξέδρες οι πανηγυρικοί της μέρας, εκφωνούνται με προβαρισμένο τόνο και παλμό, αναντίστοιχο επίσης συνήθως του εκφωνούντα αλλά ενίοτε και του ακροατηρίου. Κι αμέσως μετα ηχούν, στα μεγάφωνα της πλατείας, λεβέντικα τσάμικα, σε κονσέρβα σόλο κλαρίνο ελεκτρόνικ, για να προθερμανθεί η παρέλαση της γόβας, των μίνι της τσίχλας, και άλλων …θοῦ, κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου…
Στις εξέδρες, τις λέγουν και stages, εκεί όπου συνωθούνται κάτι ψηλοί νάνοι, που θεωρούν τον εαυτό τους μικρόσωμο γίγαντα. Όλοι αυτοί που «διαχειρίζονται» τόπους, λαούς, παρελθόντα και μέλλοντα, με γνώμονα το συμφέρον της τάξης τους, της τσέπης τους ή της μωροφιλοδοξίας τους. Συνήθως, τρία σε ένα. Αναμασούν τη λέξη «διαχείριση», χωρίς αιδώ, με τον ίδιο οραματικό ορίζοντα που έχει ο διαχειριστής για τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας. Μπορεί και να τους ξεπερνά και να είναι καλύτερος.
Αναμασούν τη λέξη Λαός χωρίς ποτέ να τον γνωρίσουν και χωρίς ποτέ να έχουν καμία επαφή μαζί του…
Το ποίημα απευθύνεται σε διαφορετικό ακροατήριο από αυτό που συνωστίζεται στις εξέδρες των «επισήμων» κοτζαμπάσηδων που έχουν κάθε λόγο να γιορτάζουν τις αρπαχτές τους απ’ το δημόσιο κορβανά, τη λεηλασία του τόπου και το ξεπούλημα του για τα επόμενα, δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρόνια , και στους πολιτικούς υφισταμένους τους που υποτίθεται ότι κυβερνούν.
Εκεί που μπροστά τους ένα περήφανο άλογο έκανε αυτό που ήθελε να κάνει ένας ολόκληρος λαός.
Ένα συνονθύλευμα των ΤΙΠΟΤΑ που θα αρχίσει το δείπνο του για καλωσόρισμα με μπισκότα ζυμωμένα με μελάνι σουπιάς, κρέμα λευκού ταραμά, αυγά ψαριού, και θα συνεχίσει με κιμά γαρίδας σε ζωμό θαλασσινών τυλιγμένος σε φύλλο λάχανου, αρωματισμένος με κιτρινόριζα και κρόκο Κοζάνης. Θα ακολουθήσει φιλέτο χριστόψαρου με πουρέ από χειμωνιάτικες ρίζες και τοματίνια Κρήτης.
Και θα κλείσει με γλυκό κόκκινο κρασί αποσπερίτης (λαϊκή ονομασία του πλανήτη Αφροδίτη) πάει κι αυτή η καημένη…………….
Ότι ακριβώς έτρωγαν οι κλεφτοκαπεταναίοι του 1821…
Τα τσουγκρίσματα των κρυστάλλινων ποτηριών στα προεδρικά δείπνα με πουρέ γαρίδας, εις υγείαν ενός συντετριμμένου, πεινασμένου, άρρωστου, αλλά συνυπεύθυνου για τη μοίρα του, λαού αντικατέστησαν τον ήχο του γιαταγανιού και το σφύριγμα του καριοφιλιού και του σισανέ.
Και εκεί ξάφνου ανάμεσα στα κεράσματα εν μέσω φωνήσεων και αντιφωνήσεων θα ακουστούν όλες οι ιστορικές ανακρίβειες και τα «Τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα. …» (Ν. Γκάτσος). Με γαλατική ευγένεια βέβαια και διπλωματικό τακτ . Μην θιγεί και ο Πρίγκηψ Κάρολος για τον παππού του Πρίγκηπα Ανδρέα που θα περάσει από το Επαναστατικό δικαστήριο και θα κηρυχθεί έκπτωτος του βαθμού του και τελικά θα αναχωρήσει και θα ζήσει σε Ευρωπαϊκές χώρες έως τον θάνατό του στο Μονακό το 1944. Αυτού που με έναν άλλον βουλευτή τότε, και μόλις επτά όλων κι όλων αυτοκινήτων στην Ελλάδα ενεπλάκη σε ατύχημα στη λεωφόρο Συγγρού με αποτέλεσμα τον θάνατον μια νεαρής μητέρα πεζής .
“Χαίρε ω χαίρε ελευθεριά”! Χαίρε και σε εσένα Κάρολε, χαίρε και στην αθάνατη μητέρα σου.
Λοιπόν, Κάρολε, ο Διονύσιος Σολωμός Συνεχίζοντας λέγει «Συχνά εβράχνιασε η μιλιά του τραγουδώντας λυπηρά, πως στον ήλιο αποκάτω είναι λίγη ελευθεριά»
Λιγοστεύει η λευτεριά στο πλανήτη μέρα με την μέρα, Κάρολε. Λιγοστεύει η λευτεριά και μεγαλώνει ο φόβος. Μην κοιτάς που δεν το αντιλαμβάνεσαι εσύ αυτό, Κάρολε, επειδή είσαι πολύ πλούσιος και ισχυρός και οι εδώ κοτζαμπάσηδες ,που σε υπηρετούν επίσης.
Θα ακουστεί όλη η παραχαραγμένη ιστορία που διδάσκονται τα παιδιά, για να μη μάθουν ποτέ πως οι επαναστατημένοι ραγιάδες πολέμησαν τους Τούρκους, με την ίδια μάνητα που πολέμησαν τους Έλληνες φοροεισπράκτορες, τους Έλληνες, προεστούς , κοτζαμπάσηδες και δεσποτάδες.
Για να μη μάθουν επίσης ποτέ πως ο Ρήγας αφορίστηκε ως τρομοκράτης και εχθρός της Υψηλής Πύλης απ’ το παπαδαριό των προνομίων στο Φανάρι, ο Καραϊσκάκης πήγε από το δολοφονικό χέρι «πατριώτη», ο Ανδρούτσος φονεύτηκε από εγχώριους ρουφιάνους, ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε, ο Νικηταράς σάπισε στη φυλακή κι έγινε ζητιάνος, η Μπουμπουλίνα σκοτώθηκε από Υδραίους και η Μαντώ πέθανε από πείνα για να γίνει, 200 χρόνια μετά, κιτσάτο γούρι για πούλημα.
Και η φουστανέλα, το πιρπιρί ,ο ντουλαμάς ,και το περήφανο τσαρούχι που αλώνιζαν περήφανα τα καταράχια με το καριοφίλι στο χέρι για να συρρικνωθούν και να γίνουν τσαντικό της μποτοξαρισμένης Γιαννούλας .
Αχ αυτές οι τραβηγμένες και μποτοξαρισμένες κυρίες σκιές του εαυτού τους που η ιστορική τους γνώση περιορίζεται στις χοροεσπερίδες και στις κυρίες των τιμών….
Άλλοι Έλληνες σήμερα …άλλοι Έλληνες τότε….
Τότε που όπως γράφει ο Βλαχογιάννης « ο Νικηταράς δεν αγαπούσε τα γρόσια. Ήτανε πολύ φτωχός, μόλο που του δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να καζαντίσει, όπως το κάμαν άλλοι καπεταναίοι άταχτοι. Για να αγοράσει κάποτε ένα ζευγάρι καλά πιστόλια, ο Δ. Υψηλάντης του έστειλε πεντακόσια γρόσια. Αυτός αγόρασε ένα ζευγάρι ξύλινα και τα άλλα τα έστειλε σπίτι του. Στον έρανο που έγινε για το ξεκίνημα του στόλου το 1822 ο Νικηταράς χάρισε το όπλο του λάφυρο από τον Καιμίλ-μπεη. «Αυτό έχω, αυτό δίνω!» είπε. Οι επίσημοι συγκινήθηκαν από το παράδειγμά του. Οι Υδραίοι προύχοντες εφοπλιστές ντράπηκαν και του έστειλαν πίσω το ακριβό του χάρισμα με γράμμα πολύ φιλικό.»
Γράφει πάλι ο Βλαχογιάννης «Ο Νικηταράς πάλι, όταν παραμονή Πρωτοχρονιάς πήγαν τα παιδιά να του πουν τα κάλαντα, ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη για να τα φιλέψει, επειδή ο ίδιος δεν είχε. Στο πείραγμα του Κολοκοτρώνη πως είναι ντροπή να ζητά δανεικά, ο Νικηταράς του απάντησε: « Πραματευτής δεν είμαι . Το’ χε η μοίρα μου να γίνω καπετάνιος, μα δεν θέλω να κάμω πραμάτεια το καπετανλίκι μου και να πλουταίνω!»
Πάλι ο Βλαχογιάννης,: « Όταν η γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη έμαθε τον θάνατο του, έτυχε να χτενίζει τον γιο της, αγόρι έντεκα ετών. Άρχισε να μοιρολογεί τον χαμένο ήρωα της. Ο μικρός δεν την άφηνε να κλαίει. Ο πατέρας μου , της έλεγε, σκοτώθηκε για την Πατρίδα κι η ψυχή του πάει στον Παράδεισο! Μην κλαις! Να βγάλεις τα μαύρα και να με αφήσεις να πάω στον θείο μου να πολεμάω μαζί του. Να μου δώσεις ένα άλογο, να μου δώσεις και άρματα! Μπορώ να τα κρατώ! Θέλω να πάρω πίσω το αίμα του πατέρα μου!»
Τώρα βέβαια ο γιός του άρχοντα -Κοτζάμπαση θα ζητήσει να πάει στο Harvard ή στο Imperial College αν τύχει και βαρέσουν οι σειρήνες.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα πολλά αμέτρητα παραδείγματα………..
Αυτοί ήταν οι Έλληνες την εποχή του Αγώνα. Ποιοι είναι οι Έλληνες του σήμερα… Ποιοι θα είναι οι Έλληνες του μέλλοντος θα το γράψει η Ιστορία.
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ «ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ 21» ΕΙΧΕ ΞΙΝΙΣΕΙ από τότε κιόλας που ο Μακρυγιάννης έγραφε
«…ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΩΘΗΚΑΜΕΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΙ ΕΣΚΛΑΒΩΘΗΚΑΜΕΝ ΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΚΟΡΙΖΙΚΟΥΣ, ΟΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΑΚΑΘΑΡΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ…».
Τιμής ένεκεν στον απλό ΛΑΟ.
(ΥΓ) Το όνομα του Κάρολου χρησιμοποιήθηκε τελείως συμβολικά και αντιπροσωπευτικά. Άλλωστε ο Κάρολος και η Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς του ήταν οι ποιο αξιοπρεπής και εξαιρετικές παρουσίες από όλο το άλλο κιτσαριό.