Για υποκρισία κατηγορούν τους Δημοκρατικούς οι δικηγόροι του Trump

Η δίκη αποπομπής του Ντόναλντ Τραμπ στη Γερουσία συνεχίστηκε και την Παρασκευή (12/02, τοπική ώρα), με τους συνηγόρους υπεράσπισής του να αναφέρονται τόσο σε «υποκρισία» όσο και σε «απόπειρα σίγασης της ελευθερίας του λόγου» από τους Δημοκρατικούς.

Κατά την τέταρτη ημέρα της δίκης αποπομπής του Ντόναλντ Τραμπ, που άρχισε στις 9 Φεβρουαρίου, οι δικηγόροι του τέως Προέδρου των ΗΠΑ προσπάθησαν να αποδείξουν ότι εκείνος δεν είχε καμία σχέση με υποκίνηση βίας που οδήγησε στην εισβολή στο Καπιτώλιο, η οποία σημειώθηκε στις 6 Ιανουαρίου, και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε ανθρώπων.

«Ο Τραμπ δεν ενθάρρυνε την παράνομη συμπεριφορά»

Αρχίζοντας την αγόρευσή τους, την Παρασκευή (12/02, τοπική ώρα), οι συνήγοροι υπεράσπισης του Τραμπ τόνισαν ότι η ομιλία του εντολέα τους, στις 6 Ιανουαρίου, αμφισβήτησε την ακεραιότητα των προεδρικών εκλογών του 2020 και «δεν υποκίνησε εξέγερση», καθώς οι διαδηλωτές στο Καπιτωλίου ήταν «εξτρεμιστές διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων».

Χαρακτηριστικά, ο δικηγόρος, Μάικλ Φαν ντερ Βέεν, είπε:

«Ο ισχυρισμός ότι ο Πρόεδρος με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμούσε ή ενθάρρυνε την παράνομη ή βίαιη συμπεριφορά είναι ένα παράλογο και τερατώδες ψέμα. Στην πραγματικότητα, τα πρώτα δύο μηνύματα που έστειλε ο Πρόεδρος μέσω του Twitter, μόλις άρχισε η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν “Να είστε ειρηνικοί και χωρίς βία, γιατί είμαστε το κόμμα του νόμου και της τάξης”».

Από την πλευρά του, ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης του Τραμπ, Μπρους Κάστορ, επεσήμανε ότι ο τέως Πρόεδρος στις ομιλίες του πρέτρεπε τους ανθρώπους να διατηρήσουν «τον νόμο και την τάξη», προσθέτοντας ότι οι εισαγγελείς είχαν επεξεργαστεί επιλεκτικά βίντεο.

Επιπλέον, ο ίδιος σημείωσε πως η ομιλία του τέως Προέδρου, στις 6 Ιανουαρίου, επεξεργάστηκε από τους εισαγγελείς γύρω από τη φράση «πρέπει να κάνετε τον λαό σας να πολεμήσει» ενώ, σύμφωνα με τον συνήγορο, αυτό που εννοούσε ο Τραμπ, ήταν «αν δεν μπορείς να συμμορφώσεις τα μέλη του Κογκρέσου σου, τους λογικεύεις”.

Στη συνέχεια, ο Κάστορ είπε:

«Οι εισαγγελείς της Βουλής των Αντιπροσώπων χειραγώγησαν τα λόγια του Τραμπ».

Κατόπιν, ο ίδιος παρουσίασε ένα tweet του Τραμπ, που στάλθηκε λίγες ώρες μετά την εισβολή, στο οποίο έγραφε: «Υποστηρίξτε την Αστυνομία και τις δυνάμεις επιβολής του νόμου στο Καπιτώλιο. Είναι πραγματικά στο πλευρό της χώρας μας. Μείνετε ήρεμοι!».

Έτσι, κατά την τελική τοποθέτησή του είπε στη Γερουσία ότι «οι εισαγγελείς της Βουλής των Αντιπροσώπων, γνωρίζοντας ότι δεν αμφισβητήθηκαν καθόλου, επέλεξαν να περάσουν 14 και πλέον ώρες δείχνοντας εικόνες για το πόσο τρομακτική ήταν η επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ», αλλά απέτυχε η «νόμιμη σύνδεσή» της με τον τέως Πρόεδρο, «το οποίο είναι και το μόνο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί».

Η ελευθερία του λόγου στο επίκεντρο

Η ομάδα υπεράσπισης του Τραμπ επεσήμανε τη διαφορά μεταξύ λέξεων και πράξεων, υποστηρίζοντας ότι ορισμένες φράσεις χρησιμοποιούνται μεταφορικά.

Μάλιστα, ο φαν Βέεν, αφού προβλήθηκαν σχετικά βίντεο με δηλώσεις πολιτικών προσωπικοτήτων και όχι μόνο, ανέφερε:

«Δεν σας έδειξα την ισχυρή ομιλία τους για να δικαιολογήσω ή να εξισορροπήσω την ομιλία του εντολέα μου, γιατί δεν το χρειάζομαι. Σας έδειξα τα βίντεο γιατί σε αυτό το πολιτικό forum, πρέπει να προστατεύεται μια ισχυρή ομιλία και να προστατεύεται ομοιόμορφα».

Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι πολλές εκκλήσεις της -τότε- υποψήφιας Αντιπροέδρου, Καμάλα Χάρις, που κατά τη διάρκεια των ομιλιών και των συνεντεύξεων της, προέτρεπε σε αγώνα, λέγοντας σε μια φράση της πως «ο αμερικανικός λαός πρόκειται να παλέψει».

Ο Ντέιβιντ Σεν, συνήγορος υπεράσπισης του Τραμπ, τόνισε:

«Είναι εντάξει. Δεν κάνατε τίποτα λάθος. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, αλλά παρακαλώ σταματήστε την υποκρισία».

Από την πλευρά τους, οι εισαγγελείς της δίκης αποπομπής χαρακτήρισαν τα βίντεο ως «μια πλήρως ψευδή αναλογία» και ο γερουσιαστής, Ρίτσαρντ Μπλούμενταλ, υποστήριξε πως ήταν «αντιπερισπασμός» από το ότι ο Τραμπ «προσκάλεσε τον όχλο στην Ουάσιγκτον».

Πάντως, ο Κάστορ αποκάλεσε τη διαδικασία αποπομπής ως «απόπειρα των Δημοκρατικών να σιωπήσουν την ελευθερία του λόγου, που προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία και να σιγήσουν τις φωνές των πολιτικών αντιπάλων τους ποινικοποιώντας τους».

Επισημαίνεται πως, από τις 16 ώρες που είχε στη διάθεσή της η ομάδα υπεράσπισης του Τραμπ, αξιοποίησε μόνον τις τρεις και τις υπόλοιπες απάντησε σχετικά ερωτήματα.

Στο περιθώριο της διαδικασίας, η Γερουσία υπερψήφισε την απονομή τιμητικού μεταλλίου στον αστυνομικό, Γιουτζίν Γκούντμαν, ο οποίος ανακατεύθυνε τον όχλο, στις 6 Ιανουαρίου, μακριά από την αίθουσα του Σώματος.

Τέλος, δεν αναμένεται να αποπεμφθεί ο Τραμπ, καθώς γι’ αυτό χρειάζονται τα δύο τρίτα της Γερουσίας, που είναι μοιρασμένη εξ ημισείας, και έτσι πρέπει να ψηφίσουν «ΝΑΙ» τουλάχιστον 17 Ρεπουμπλικάνοι, κάτι το οποίο δεν θα συμβεί εκτός απροόπτου.

πηγή:sputniknews.gr