Η δίκη που κρατά «άυπνο» τον Ερντογάν

Η 1 Μαρτίου είναι μια ημέρα που ανησυχεί τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και ο λόγος είναι ότι τότε θα ξεκινήσει μια δίκη που θα φέρει σε αρκετά δύσκολη θέση την Τουρκία. Η δίκη που αφορά την τράπεζα Halkbank Όχι μόνο γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ένα πολύ μεγάλο πρόστιμο για τη συγκεκριμένη τράπεζα, αλλά και γιατί θα φέρει στο προσκήνιο όλο το πρόβλημα με τον τρόπο που όλο το προηγούμενο διάστημα η Τουρκία έχει διεκδικήσει να μια εξωτερική πολιτική που να μην ταυτίζεται πάντα με αυτά που θέλουν οι ΗΠΑ.

Η Halkbank και η παραβίαση των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν

Η Halkbank, που είναι κρατικής ιδιοκτησίας και η οποία δραστηριοποιείται και στις ΗΠΑ, κατηγορείται από τις αμερικανικές αρχές ότι συμμετείχε σε μια εκτεταμένη προσπάθεια να παραβιαστούν οι αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν.

Η αρχική αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε στην ίδια την Τουρκία το 2013 όταν έγινε ένα κύμα συλλήψεων που περιλάμβανε στελέχη της Halkbank, γιούς υπουργών, επιχειρηματίες και έναν ιρανό επιχειρηματία, αζερικής καταγωγής.

Στην καρδιά του σκανδάλου βρισκόταν ένα περίπλοκο σχέδιο που θα επέτρεπε στο Ιράν να παρακάμπτει τις αμερικανικές κυρώσεις αι τον αποκλεισμό του από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT. Ουσιαστικά, το Ιράν πληρωνόταν για εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου σε χρυσό, με την Halkbank να βρίσκεται στο κέντρο αυτών των συναλλαγών.

Τότε ο Ερντογάν είχε αντιδράσει σε αυτή τη δικαστική διερεύνηση μιλώντας μάλιστα για «πραξικόπημα» και είχε υπερασπιστεί τη συνολική δράση της Halkbank και των στελεχών της και είχε αντιμετωπίσει την όλη δικαστική έρευνα ως μια επίθεση στον ίδιο και τους πολιτικούς του συμμάχους. Θα αναγκαστεί πάντως να κάνει έναν εκτεταμένο ανασχηματισμό της κυβέρνησής του.

Τον Μάρτιο του 2016 οι αρχές των ΗΠΑ συλλαμβάνουν στο Μαϊάμι της Φλόριντα τον Ρεζά Ζαράμπ, έναν ιρανο-αζέρο επιχειρηματία που είχε ερευνηθεί καις την Τουρκία. Οι αμερικανικές αρχές θα κατηγορήσουν για παραβίαση των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν. Τον Μάρτιο του 2017 συλλαμβάνουν και τον Μεχμέτ Χακάν Ατίλα υψηλόβαθμο στέλεχος της Halkbank σε σχέση με την ίδια υπόθεση.

Ο Ζαράμπ θα υποστηρίξει ότι είχε πληρώσει πολλά εκατομμύρια δολάρια για να δωροδοκήσει τον υπουργό οικονομικών υποθέσεων Τζαφέρ Τσαγλαγιάν και άλλους τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους όπως και ότι η όλη υπόθεση παράκαμψης των κυρώσεων ήταν σε γνώση του Ερντογάν και του στενού κύκλου γύρω του. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν επισημάνει ότι ο Ζαράμπ παίζει συνολικότερο ρόλο στα οικονομικά της οικογένειας Ερντογάν.

Με τον Ζαράμπ από κατηγορούμενο να έχει μετατραπεί σε μάρτυρα κατηγορίας, η καταδίκη του Χακάν Ατίλα ήταν δεδομένη συμμετοχή σε συνωμοσία με στόχο να προσφερθεί βοήθεια στο Ιράν για να παρακάμψει τις αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις. Θα κριθεί αθώος μόνο για την κατηγορία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η ποινή του δεν είναι μεγάλη, 32 μήνες, και με δεδομένη την προσμέτρηση και της προφυλάκισής του, θα την εκτίσει και θα επιστρέψει στην Τουρκία.

Όμως, η ποινική αυτή καταδίκη άνοιξε το δρόμο και για ανάλογη διερεύνηση της ίδιας της τράπεζας. Η ίδια η τουρκική κυβέρνηση θα κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μην στραφούν οι αμερικανικές αρχές και κατά της τράπεζας και θα προσπαθήσει σε αυτή την κατεύθυνση να αξιοποιήσει και την καλή του σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Όταν η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθούσε να πέσει η Halkbank «στα μαλακά»

Στο επίκεντρο των τουρκικών προσπαθειών ήταν το ομοσπονδιακό περιφερειακό δικαστήριο (District Court) για τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης (South District) στο οποίο χρεώθηκε η υπόθεση και ο Τζέφρι Μπέρμαν που ήταν ο αρμόδιος ομοσπονδιακός εισαγγελέας που επέμενε ότι έπρεπε να ασκηθούν κατηγορίες και εναντίον της τράπεζας. O Μπέρμαν είναι γνωστός από διάφορες υψηλού προφίλ διώξεις, όπως π.χ. αυτές κατά του Τζέφρι Έπσταϊν.

Ο Ερντογάν θα πιέσει ιδιαίτερα την κυβέρνηση Τραμπ να σταματήσει τη δικαστική έρευνα και να κλείσει την υπόθεση χωρίς δίωξη. Και φαίνεται ότι η αμερικανική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε σε αυτό το αίτημα. Ο Τραμπ ζήτησε από τον τότε Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του, Τζον Μπόλτον, να απευθυνθεί στον Μάτ Ουίτακερ, που τότε εκτελούσε χρέη υπουργού Δικαιοσύνης, για να σταματήσει στην έρευνα. Παράλληλα και ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν απευθύνθηκε στον Ουίτακερ, ζητώντας να μειωθεί το πρόστιμο που θα πλήρωνε η Halkbank, αφού του απευθύνθηκε ο τούρκος ομόλογός του (και γαμπρός του Ερντογάν) Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Ωστόσο, παρά την πίεση από το υπουργείο, που επικαλέστηκε τον κίνδυνο για τις αμερικανικές δυνάμεις στη Συρία εάν συνεχιζόταν η υπόθεση, οι δικαστές επέμειναν στη δίωξη.

Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί και ο Γουίλιαμ Μπαρ, που στο μεταξύ θα έχει εγκριθεί ως νέος υπουργός Δικαιοσύνης, προτείνοντας στον Μπέρμαν η υπόθεση να κλείσει με ένα πρόστιμο και μια περιορισμένη αναγνώριση ευθύνης από την τράπεζα. Ο Μπέρμαν θα επιμείνει να προχωρήσει κανονικά στη δίωξη κατά της Halkbank που θα ανακοινωθεί τον Οκτώβριο του 2019.

Τον Ιούνιο του 2020 ο Τραμπ και ο Μπάρ θα απομακρύνουν τον Μπέρμαν από τη θέση, σε μια κίνηση που θα προκαλέσει μεγάλο θόρυβο και θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις από το Δημοκρατικό Κόμμα.

Η δίκη τον Μάρτιο του 2021 και ο κίνδυνος μεγάλου προστίμου

Οι κατηγορίες σε βάρος της Τράπεζας είναι σημαντικές και αφορούν ανάμεσα στα άλλα ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τραπεζική απάτη. Τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι στην τράπεζα καταλογίζεται ότι διευκόλυνε συνολικά τη μεταφορά ποσών ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων το ένα δισεκατομμύριο πέρασε μέσα από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ένα τόσο μεγάλο ποσό θα σημαίνει σε περίπτωση καταδίκης και ένα μεγάλο πρόστιμο.

Η ίδια η τράπεζα αρνείται τις κατηγορίες και προσπάθησε να αποφύγει τη δίκη υποστηρίζοντας ότι καλύπτεται από την ασυλία που απολαμβάνουν κρατικές οντότητες. Όμως, το δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικές προβλέψεις δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της Halkbank και αποφάσισε ότι η δίκη θα γίνει κανονικά.

Η υπόθεση της Kuveyt Turk Bank

Τον περασμένο Οκτώβριο ένα αμερικανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσης κατά της Kuveyt Turk Bank. Η συγκεκριμένη τράπεζα κατηγορείται ότι έχει προσφέρει βοήθεια στην Παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς. Η υπόθεση αφορά τους κληρονόμους του Εϊτάμ Χενκίν, ενός αμερικανού πολίτη και της συζύγου του Ναάμα, που σκοτώθηκαν σε μια επίθεση της Χαμάς στη Δυτική Όχθη το 2015. Δικηγόροι που εκπροσωπούν τα παιδιά τους έκαναν αγωγή κατά της τράπεζας με βάση την αμερικανική νομοθεσία, κατηγορώντας την τράπεζα επειδή εν γνώσει της είχε σε αυτήν λογαριασμούς ένα στέλεχος της Χαμάς που ήταν υπεύθυνο για τη συλλογή οικονομικών ενισχύσεων από την Τουρκία αλλά και ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα της Χαμάς.

Η προσπάθεια της Τουρκίας να βρει μια ισορροπία με τον Μπάιντεν

Οι υποθέσεις αυτές έρχονται να προστεθούν στον πονοκέφαλο που φέρνει στην Άγκυρα ούτως ή άλλως η νέα αμερικανική κυβέρνηση και η προσπάθεια να βρεθεί σημείο επαφής και συνεννόησης με τον Τζο Μπάιντεν.

Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η τουρκική κυβέρνηση θέλει να προστατεύσει τις τουρκικές τράπεζες από υπέρογκα πρόστιμα. Είναι και ο τρόπος που τέτοιες υποθέσεις φέρνουν στο προσκήνιο όχι μόνο τα φαινόμενα διαφθοράς στην ηγεσία του AKP (στοιχείο σημαντικό και για τον ίδιο τον Ερντογάν που δεν θα επιθυμούσε να αναδεικνύονται υποθέσεις που αγγίζουν τον ίδιο και το περιβάλλον του) αλλά και τον τρόπο που η Τουρκία έχει προσπαθήσει να χαράξει τη δική της εξωτερική πολιτική.

Τόσο η προσπάθεια να εξυπηρετηθεί το Ιράν σε σχέση με τις κυρώσεις όσο και η υποστήριξη της Χαμάς είναι πλευρές μιας εξωτερικής πολιτικής που διεκδίκησε να μην ταυτιστεί πλήρως με τις επιλογές των ΗΠΑ, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης φιλοδοξίας της Τουρκίας να παίξει ρόλο «περιφερειακής δύναμης».

Ο ίδιος ο Τραμπ φάνηκε σε κάποιες στιγμές να δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση ή ανοχή απέναντι σε αυτή τη διάσταση της πολιτικής Ερντογάν. Το ερώτημα είναι εάν η νέα αμερικανική κυβέρνηση και ο Τζο Μπάιντεν, που τουλάχιστον διακηρυκτικά έχουν πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στην Τουρκία, θα ακολουθήσουν στην ίδια κατεύθυνση.

Παναγιώτης Σωτήρης

source:in.gr