Για ποιο λόγο πιέζονται οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών;
Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη
Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου το έτος που διανύουμε δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς για την συνέχεια, έπειτα από την απόδοση που πραγματοποίησε το 2019, και παρά τις αποδόσεις που καταγράφουν τα ξένα χρηματιστήρια.
Δεδομένου του ότι το ελληνικό χρηματιστήριο είναι τραπεζοκεντρικό, εύλογα οι ανησυχίες των επενδυτών επικεντρώνονται στην πορεία των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, και ειδικότερα στην αδυναμία που εμφανίζουν να κινηθούν προς υψηλότερα επίπεδα. Για ποιο λόγο όμως οι τραπεζικές μετοχές απογοητεύουν μέχρι στιγμής στο χρηματιστηριακό ταμπλό;
Ο αναβαλλόμενος φόρος και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Είναι γνωστό, πως η μερισματική πολιτική μιας εταιρείας αποτελεί το δέλεαρ για τους επενδυτές προκειμένου να αγοράσουν την μετοχή της.
Το τελευταίο έτος το οποίο οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έδωσαν μέρισμα στους μετόχους τους, ήταν στο μακρινό 2008, ενώ έκτοτε έχουν οδηγηθεί σε αρκετές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου δεκάδων δισ. ευρώ, εξανεμίζοντας ουσιαστικά τα κεφάλαια των επενδυτών, κυρίως των μικρομετόχων.
Αυτό το οποίο όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και για το οποίο δεν γίνεται πολύς λόγος, είναι οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων (τεσσάρων συστημικών), τα οποία ανέρχονται συνολικά στα 18,21 δισ. ευρώ (στοιχεία εξαμήνου), με την Alpha Bank να έχει αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις 5,3 δισ. ευρώ, την Εθνική Τράπεζα 4,4 δισ. ευρώ, την Eurobank 4,71 δισ. ευρώ, και την Τράπεζα Πειραιώς 3,8 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα λοιπόν με τον κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται για σκοπούς ΔΠΧΑ, στηρίζονται στην μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές ενός πιστωτικού ιδρύματος, κι εφόσον υπερβαίνουν συγκεκριμένα όρια πρέπει να αφαιρούνται από το CET1 του ιδρύματος. Εάν οι κανονισμοί που διέπουν τη χρήση των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων αλλάξουν ως μέρος των εποπτικών κεφαλαίων μιας τράπεζας, αυτό μπορεί να επηρεάσει την κεφαλαιακή της βάση και κατά συνέπεια και τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως βασική προϋπόθεση για την μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης σε οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο είναι η ύπαρξη λογιστικής ζημίας, σε ατομική βάση, της αντίστοιχης χρήσης, ξεκινώντας από την οικονομική χρήση 2016 και μετά. Το ποσό της οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης θα προσδιορίζεται διά του πολλαπλασιασμού του συνολικού ποσού της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η λογιστική ως ζημία χρήσης, μετά από φόρους, στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, όπως αυτά εμφανίζονται στις εκάστοτε ετήσιες ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις, μη συμπεριλαμβανομένης σε αυτά της λογιστικής ζημίας χρήσης. Η οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο θα μετατρέπεται την επόμενη χρήση σε σχέση με την χρήση που εμφανίστηκαν οι λογιστικές ζημίες. Η απαίτηση μπορεί να συμψηφίζεται με τον φόρο εισοδήματος. Το μη συμψηφιζόμενο μέρος αναγνωρίζεται άμεσα ως απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο. Η Τράπεζα υποχρεούται στην έκδοση δικαιωμάτων μετατροπής υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου αξίας ίσης με το 100% του ποσού της αρχικής οριστικής και εκκαθαρισμένης απαίτησης από το Ελληνικό Δημόσιο, και στο σχηματισμό ισόποσου ειδικού αποθεματικού προοριζόμενο αποκλειστικά για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Οι κοινοί μέτοχοι θα έχουν δικαίωμα προτίμησης επί των ανωτέρω δικαιωμάτων μετατροπής. Το εν λόγω αποθεματικό θα κεφαλαιοποιηθεί και θα εκδοθούν κοινές μετοχές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο νόμος επιτρέπει στα Πιστωτικά Ιδρύματα να αντιμετωπίζουν την συγκεκριμένη αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση ως «μη βασιζόμενη στη μελλοντική κερδοφορία» σύμφωνα με τις διατάξεις της CRDIV, με αποτέλεσμα να μην αφαιρούνται από τον CET1 και συνεπώς να βελτιώνουν την κεφαλαιακή τους θέση.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν αφαιρούνται από τον δείκτη CET1, με αποτέλεσμα να βελτιώνουν «εικονικά» την κεφαλαιακή τους θέση, καθώς αποτελούν κεφάλαια τα οποία θα έπρεπε να αποδοθούν στο ελληνικό δημόσιο.
Αξίζει να αναφέρουμε την Καθαρή Θέση των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό το ποσοστό της αναβαλόμενης φορολογικής υποχρέωσης στον ισολογισμό της κάθε μίας. Έτσι λοιπόν έχουμε, για την Alpha Bank η Καθαρή της Θέση ανέρχεται στα 8,35 δισ. ευρώ, με την αναβαλλόμενη φορολογία στα 5,3 δισ. ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα η Καθαρή Θέση είναι 5,31 δισ. ευρώ, με την αναβαλλόμενη φορολογία στα 4,4 δισ. ευρώ, για την Eurobank τα 5,44 δισ. ευρώ και 4,7 δισ. ευρώ αντίστοιχα, και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 7,53 δισ. ευρώ και 3,8 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Εάν τώρα στα παραπάνω προσθέσουμε και το ποσό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (στοιχεία εξαμήνου), τα οποία ανέρχονται για την Alpha Bank (Όμιλος) στα 21,2 δισ. ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα (Όμιλος) στα 10,4 δισ. ευρώ, για την Eurobank (Όμιλος) στα 6,2 δισ. ευρώ, και για την Τράπεζα Πειραιώς (Όμιλος) στα 23,3 δισ. ευρώ, αντιλαμβανόμαστε το σημαντικό πρόβλημα που δημιουργείται στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών, συνιπολογίζοντας και την επιδείνωση που αναμένεται να δημιουργήσει το δεύτερο lockdown, και η ύφεση που εκτιμάται για την ελληνική οικονομία το έτος που διανύουμε, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο πραγματοποίησης του σχεδίου «Ηρακλής».
Η εικόνα των τραπεζικών μετοχών
Προτού αναφερθούμε στην εικόνα που παρουσιάζουν οι τραπεζικές μετοχές, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι δύο από αυτές διαπραγματεύονται χαμηλότερα της ονομαστικής τους αξίας, αυτές των Εθνικής και Τράπεζας Πειραιώς. Πιο συγκεκριμένα, η μετοχή της Alpha Bank με ονομαστική αξία 0,30 ευρώ έκλεισε την Παρασκευή 6/11 στα 0,4164 ευρώ, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας με ονομαστική αξία 3,0 ευρώ έκλεισε στα 0,92 ευρώ, της Eurobank με ονομαστική αξία 0,23 ευρώ έκλεισε στα 0,3091 ευρώ, και της Τράπεζας Πειραιώς με ονομαστική αξία 6,0 ευρώ έκλεισε στα 0,7026 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση που η Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα Πειραιώς, οι μετοχές δηλαδή των οποίων διαπραγματεύονται χαμηλότερα της ονομαστικής τους αξίας, θελήσουν να προχωρήσουν σε αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου, θα πρέπει οι νέες μετοχές να διατεθούν υψηλότερα της ονομαστικής τους αξίας. Σε αυτή την περίπτωση οι εναλλακτικές των εν λόγω τραπεζών είναι δύο: Είτε να προβούν σε έκδοση μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου με τιμή διάθεσης ίση με την ονομαστική τιμή, είτε να πραγματοποιήσουν την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με παραίτηση των παλαιών μετόχων και αγορά των νέων μετοχών από στρατηγικό επενδυτή, δηλαδή οι παλαιοί μέτοχοι (κυρίως μικροεπενδυτές) θα υποστούν dilution.
Η μετοχή της Alpha Bank από τις αρχές του έτους υποχωρεί 78,35%, με την λογιστική αξία να βρίσκεται στα 5,41, και την τιμή προς λογιστική αξία στο 0,08, παραμένοντας κάτω από το όριο της υπερπουλημένης ζώνης, με την αντίσταση να βρίσκεται στα 0,5446 ευρώ, και την στήριξη στα 0,4108 ευρώ.
Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας από τις αρχές του έτους υποχωρεί 69,54%, με την λογιστική αξία να βρίσκεται στα 5,81, και την τιμή προς λογιστική αξία στο 0,16. Η αντίσταση βρίσκεται στα 1,17 ευρώ, και η στήριξη στα 0,89 ευρώ.
Η μετοχή της Eurobank από τις αρχές του έτους υποχωρεί 66,40%, με την λογιστική αξία να βρίσκεται στα 1,47, και την τιμή προς λογιστική αξία στο 0,21. Η αντίσταση βρίσκεται στα 0,4414 ευρώ, και η στήριξη στα 0,2507 ευρώ.
Η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς από τις αρχές του έτους υποχωρεί 76,50%, με την λογιστική αξία να βρίσκεται στα 17,26, και την τιμή προς λογιστική αξία στο 0,04, παραμένοντας κάτω από το όριο της υπερπουλημένης ζώνης, με την αντίσταση να βρίσκεται στα 0,7347 ευρώ, και την στήριξη στα 0,6112 ευρώ.
Πηγές:
Ελληνική Ένωση Τραπεζών
Τα παραπάνω εκφράζουν προσωπικές απόψεις, και δεν αποτελούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε κινητής αξίας.