British Airways: Τέλος εποχής για την “Βασίλισσα των αιθέρων “

Της δημοσιογράφου Μαρίας Βε

Θύμα του ιού και το Boeing 747, καθώς η British Airways ανακοίνωσε ότι αποσύρει άμεσα ολόκληρο τον στόλο των συγκεκριμένων αεροσκαφών, εξαιτίας της γενικής κατάρρευσης του ταξιδιωτικού τομέα, απόρροια της παγκόσμιας πανδημίας του κορονοιού.

«Με απέραντη θλίψη επιβεβαιώνουμε το γεγονός ότι αποσύρουμε το σύνολο του στόλου μας των 747 με άμεση ισχύ», ανέφερε η εταιρεία σε ανακοίνωσή της.

Για περισσότερα από 50 χρόνια η “Βασίλισσα των αιθέρων “υπήρξε ο πιο αναγνωρισμένος τύπος αεροσκάφους στον κόσμο, καθώς ήταν το πρώτο τετρακινητήριο ευρείας ατράκτου που κατασκευάστηκε.

Το “Jumbo Jet” παρουσιάστηκε το 1970 από την αμερικανική αεροναυπηγική εταιρεία Boeing, φέρνοντας τότε επανάσταση στο πεδίο των διεθνών ταξιδιών και αερομεταφορών.

Έκτοτε, απέκτησε τον δικό του μύθο ως το αεροσκάφος, που μπορούσε να μεταφέρει 400 επιβάτες. Ωστόσο, η πανδημία του κορωνοϊού ανέτρεψε άρδην τα δεδομένα των ταξιδιών και η ζήτηση γι’ αυτά μειώθηκε παρά πολύ.

Η British Airways διατηρεί, όπως είπε, 32 Jumbo Jet στο δυναμικό της και είναι εκείνη που έχει τα περισσότερα του είδους τους εν υπηρεσία.

Αναφερόμενος στην απόφαση περί απόσυρσης των 747, ο αναλυτής Μάικλ Χιούσον, της CMC Markets, τονίζει πως, «πρέπει να παραδεχθούμε ότι ορισμένα σκάφη 747 της British Airways είχαν σημάδια κόπωσης και πλέον δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο ύψος των σύγχρονων προδιαγραφών, όπως λόγου χάριν τα Α380 της Airbus. Συνεπώς, η απόφαση της British Airways ήταν πιθανόν απαραίτητη, δεδομένων της ηλικίας του στόλου της και των περιβαλλοντικών απαιτήσεων».

Ωστόσο, ο εξειδικευμένος στον κλάδο των αερομεταφορών αναλυτής Αλεξ Μαχαίρας παρατηρεί: «Η πανδημία θεωρείται το δραματικότερο συμβάν στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από το ξέσπασμά της, οι αεροπορικές εταιρείες συμπέραναν πως τα μεγάλα αεροσκάφη θα τους εμπόδιζαν να ξαναγίνουν κερδοφόρες, είχαν υπερβολικά πολλά καθίσματα για να γεμίσουν και οι απαιτήσεις τους σε καύσιμα ήταν πολύ υψηλές».

Πηγές:

Η Ναυτεμπορική έντυπη έκδοση

Reuters