Οι Τουρκικές αξιώσεις ισχύος σε Ελλάδα και Κύπρο. Μια διεθνολογική χαρτογράφηση.

Του Διονυσίου Τσιριγώτη.

Η αέναη και σταδιακά κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα σε Αιγαίο και Κύπρο, μέσω της εφαρμογής μιας στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας, με την προσφιλή χρήση των τακτικών των παραβιάσεων του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, των δεσμεύσεων ευμεγεθών θαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο και στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) για τη διεξαγωγή ασκήσεων του Τουρκικού πολεμικού ναυτικού και τη χρήση της διπλωματίας των πλωτών γεωτρυπάνων στη δεύτερη (Κυπριακή ΑΟΖ), με αντικειμενικό στόχο, την έμπρακτη διαμφισβήτηση των ελληνικών και κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα θαλάσσια-εναέρια-εδαφικά νομικά καθεστώτα, δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας ή οποία μετουσιώνεται στο συγκαιρινό στρατηγικό δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας». Αναμφίλεκτα το διακηρυχθέν στρατηγικό δόγμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πραγματολογική εφαρμογή της πολιτικής του στρατηγικού βάθους στις κρίσιμες περιφέρειες του Αιγαίου-Ανατολικής Μεσογείου.

Τι αποκάλυψε η συνέντευξη Νταβούτογλου

Θυμίζουμε ότι ο τέως πρωθυπουργός της Τουρκίας, Α. Νταβούτογλου σε συνέντευξή του, το 2011, είχε προδηλώσει τον αντικειμενικό πολιτικό στόχο της αναβίβασης της θέσης, ρόλου και γοήτρου της Άγκυρας ως περιφερειακού ηγεμόνα:
«Πρόκειται για μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το στρατηγικό όραμα και ο ρόλος που πρέπει να επιδιώξει η Τουρκία, κηρύσσοντας μια νέα προσέγγιση που ονομάζεται ‘στρατηγικό βάθος’, με γνώμονα την ενσωμάτωση περιοχών γειτονικών με την Τουρκία, εφόσον όλοι οι λαοί που ζουν στην ευρεία αυτή περιοχή έχουν κοινά πεπρωμένα, βασισμένα στη μακρά κοινή τους ιστορία».
«Ο επαναπροσδιορισμός της χερσαίας περιοχής βάσει της γεωπολιτικής και διεθνούς στρατηγικής θέσης της Τουρκίας αποτελεί τη βασική εναλλακτική επιλογή της συγκρότησης της εξωτερικής πολιτικής που προορίζεται να διαδραματίσει έναν περιφερειακό ρόλο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συστήματος».

Αναγνωρίζοντας την υψηλή γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία του Αιγαίου Πελάγους και συναφώς το ρόλο της Ελλάδας ως γεωπολιτικού άξονα, η Άγκυρα επιχειρεί να αφαιρέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αθήνας, επικαλούμενη παράγοντες και κριτήρια που δεν συνάδουν με τους κανόνες της διεθνούς τάξης και νομιμότητας. Ως απόρροια της εξέλιξης αυτής, η άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα θαλάσσια καθεστώτα του Αιγαίου –υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα, ΑΟΖ– δημιουργεί ένα μείζον δίλημμα ασφαλείας για την Τουρκία, παρεπόμενο της επαύξησης της ελληνικής εδαφικής επικράτειας με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού της ανοικτής θάλασσας και των συμπαρομαρτούντων ελευθεριών της.
Μέσα από μια συντεταγμένη ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δύναται να καταδειχθεί ότι η εφαρμογή του τουρκικού στρατηγικού εξαναγκασμού –απειλή χρήσης βίας, στην Αθήνα, καταδεικνύεται σε πάγια σταθερά της πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς της Άγκυρας.

Ιστορικό Τουρκικών ιμπεριαλιστικών βλέψεων στο Ελληνικό πετρέλαιο

Αναλυτικότερα, η τουρκική διαμφισβήτηση του ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο εκκινά την 1η Νοέμβριου του 1973, όταν κατά εντολή της Τουρκικής κυβέρνησης, η Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρέλαιων (Tyrkiye Petrolleri Anonim Ortakligi- TPAO) ανέλαβε τη διεξαγωγή ερευνών για εντοπισμό υδρογονανθράκων, εκτός των χωρικών υδάτων της Τουρκίας και δυτικά των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Λέσβου, Ψαρών, Χίου. Εντός της επόμενης διετίας (1973-1975) η Τουρκία θα εκδιπλώσει τις μονομερείς, αναθεωρητικές πολιτικές της αξιώσεις, στο σύνολο των θαλάσσιων-εναέριων νομικών καθεστώτων (και όχι μόνο) της Ελλάδας –αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος, περιοχή πληροφόρησης πτήσεων (FIR), καθεστώς αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, καθεστώς επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ– δημιουργώντας καταστάσεις πολιτικής κρίσης με την Αθήνα, ενίοτε προκαλώντας και θερμά επεισόδια για τη δημιουργία εδαφικών τετελεσμένων (βλέπε Ίμια).

Κύπρος, Ιρμάκ, Οζάλ, Ερντογάν
Το ερώτημα που εγείρεται στο σημείο αυτό και θα μας απασχολήσει ευθύς αμέσως, συνδέεται με τα αίτια της αναθεωρητικής πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς της Άγκυρας, με κορυφαίο σημείο την Τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου (1974). Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική ρητορεία και πράξη των διαμορφωτών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, από τη διακήρυξη του τούρκου πρωθυπουργού Σαντί Ιρμάκ (Χουριέτ, 18.1.1975):
«Δεν θα εκχωρήσω το Αιγαίο σε κανέναν. Το μισό Αιγαίο ανήκει σε μας. Αυτό θα πρέπει να το μάθει όλος ο κόσμος. Δεν έχουμε την πρόθεση να νεωτερίσουμε σε θέματα εξωτερικής πολιτικής»,

στις δηλώσεις του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Καθημερινή, 13.2.2018):
«[…] Προειδοποιούμε από αυτό το βήμα όσους υπερβαίνουν τα όρια τους σε Κύπρο και Αιγαίο για να μην κάνουν λανθασμένους υπολογισμούς. […]
Για εμάς τα δικαιώματα μας στο Αιγαίο έχουν την ίδια σημασία με το Άφριν. […]
Τα πολεμικά μας πλοία, η Πολεμική Αεροπορία μας παρακολουθεί (την περιοχή) για να επέμβουν σε περίπτωση που χρειαστεί»,
χαρακτηρίζοντας ως «ριψοκίνδυνες» τις ενέργειες της Αθήνας και της Λευκωσίας για τη διεξαγωγή ερευνών για υδρογονάνθρακες στην ανατολική Μεσόγειο, «προειδοποιώντας πως η συμπεριφορά τους συνιστά “απειλή και κίνδυνο πρωτίστως για τις ίδιες”»,

αυτό το οποίο εξάγεται, είναι η πολιτική αξίωση της Τουρκίας για συνδιαχείριση / συγκυριαρχία στο Αιγαίο. Η εν λόγω αξίωση, αποτελεί στρατηγικό συμφέρον δυνάμεως για την Άγκυρα, εφόσον αποσκοπεί στον έλεγχο / συνεκμετάλλευση, του ενεργειακού πλούτου της Αιγιακής υφαλοκρηπίδας και δύναται να μεταφρασθεί σε μετρήσιμο συντελεστή ισχύος, άμεσα υπολογίσιμο στο ισοζύγιο δυνάμεων (σχετικά κέρδη) των δύο κρατών. Συνεπαγόμενα, ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος των διαμορφωτών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, είναι, με τη χρήση απειλών, την επίδειξη ισχύος και τις συνεχείς παραβιάσεις των ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων να οδηγήσει την Ελλάδα σε παραίτηση από την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει το άνοιγμα της ψαλίδας στο ισοζύγιο της λανθάνουσας (Α.Ε.Π. & Πληθυσμός) και της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, προδιαγράφοντας συνθήκες ρευστότητας-αβεβαιότητας στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις και επαληθεύοντας την υπόθεση του, τέως πρωθυπουργού (1983-1989) και προέδρου (1989-1993) της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, (Μάρτιος 1987):
«[…] Όσο η Τουρκία δυναμώνει η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να φρονιμεύει… Μόνο μία ισχυρή Τουρκία θα εξαναγκάζει τους Έλληνες να συμφωνήσουν… [μιας και] η Τουρκία είναι απολύτως αποφασισμένη στο Αιγαίο».

Η πολιτική του ‘στρατηγικού βάθους’

Υπό αυτό το πρίσμα, δύναται να υποστηριχθεί ότι η πολιτική του στρατηγικού βάθους και συνεπαγόμενα το στρατηγικό δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας», εδράζεται σε γεωστρατηγικά συμφέροντα και παρωθείται από την απληστία της Άγκυρας για υπέρμετρα εδαφικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά οφέλη. Η Τουρκία αντικατοπτρίζεται ως ένα κράτος που δεν είναι ικανοποιημένο με το υπάρχον εδαφικό καθεστώς και επιδιώκει να ανακινήσει τη διαδικασία αλλαγής του, πρωταρχικά με τη χρήση συντελεστών ήπιας ισχύος, δίνοντας ιδιάζουσα σημασία στα προσδοκώμενα οφέλη. Προδηλώνοντας την αποφασιστικότητά της, να απαντήσει σε «κάθε γεγονός που απειλή τους στρατηγικούς της υπολογισμούς», διατυπώνει εναργώς το ρίσκο και το κόστος που είναι διατεθειμένη να αναλάβει για την πραγμάτωση του αξονικού στόχου της πολιτικής του στρατηγικού βάθους. Συνεπαγόμενα προτάσσει τη σθεναρή της δέσμευση να αποτρέψει σε κάθε περίπτωση την άσκηση των διεθνώς νομιμοποιημένων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου.

Όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται ο Α. Νταβούτογλου, εξετάζοντας την τουρκική πολιτική στάση στην περίπτωση της κρίσης των Ιμίων:
«Η προσέγγιση του ζητήματος (Ίμια) δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλήψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο. Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος».

Συνεπαγόμενα, καταγράφει το δεύτερο γεωστρατηγικό αδιέξοδο της Άγκυρας, το «γεωστρατηγικό γόρδιο δεσμό» στην Κύπρο, καταδεικνύοντας ως επιτακτική πολιτικοστρατηγική αναγκαιότητα, τη διατήρηση και επαύξηση του δικαιώματος επέμβασης της Τουρκίας στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο. Αυτό γιατί ως γεωπολιτικός άξονας, η Κύπρος, καθίσταται πολύτιμη στους στρατηγικούς υπολογισμούς της εκάστοτε Μεγάλης Δύναμης που επιδιώκει να ελέγξει το χώρο της ανατολικής Μεσογείου για την προαγωγή των ζωτικών της συμφερόντων.
«Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι δραστήρια στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ της Ασίας και της Αφρικής, της Ευρώπης και της Αφρικής και της Ευρώπης και της Ασίας. Και δεν μπορεί να είναι δραστήρια στις περιφερειακές πολιτικές, διότι η Κύπρος με την ανατολική της άκρη ομοιάζει με ένα βέλος στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και με τη δυτική της άκρη συγκροτεί τον θεμέλιο λίθο των στρατηγικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής».

Συμπέρασμα
Ως εκ τούτου, το διακύβευμα για Αθήνα και Λευκωσία, είναι η προάσπιση της εσωτερικής/εξωτερικής τους κυριαρχίας-ασφάλειας, μέσω της διαμόρφωσης συνθηκών ισορροπίας-σταθερότητας με τη γείτονα χώρα. Η αναντίρρητη αυτή πολιτική αναγκαιότητα, επιτάσσει την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης στρατηγικής αποτροπής, πείθοντας την Άγκυρα ότι οποιοδήποτε ενέργεια που θα πλήξει τα ζωτικά τους συμφέροντα θα της επιφέρει ένα μη αποδεκτό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Η αποτροπή είναι μια διανοητική λειτουργία/διαδικασία (και συνεπώς δεν εμπεριέχει τη χρήση οποιασδήποτε μορφής ένοπλης βίας), αποσκοπώντας να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης-δράσης των διαμορφωτών της εξωτερικής πολιτικής, ακυρώνοντας οποιαδήποτε επιβλαβή – αναθεωρητική πολιτική. Στηρίζεται κυρίως στον παράγοντα της αξιοπιστίας, ή οποία κτίζεται καθημερινά στη βάση της ακολουθίας σθεναρών πολιτικών δεσμεύσεων και της διάθεσης ικανών συντελεστών ισχύος. Ωστόσο, στο βαθμό που η αποτροπή λειτουργεί διανοητικά, κρίσιμος παράγοντας είναι η πολιτική βούληση της κυβερνητικής ηγεσίας για την πραγμάτωση της αποτρεπτικής της απειλής. Ειδικότερα το σημείο καμπής είναι η αναγκαιότητα για την πραγμάτωση της αποτρεπτικής απειλής εάν και εφόσον το εν δυνάμει αναθεωρητικό κράτος εκκινήσει την επιθετική του πράξη.

Διδασκόμενες από την παρελθούσα ιστορική εμπειρία Αθήνα-Λευκωσία καλούνται αφενός να προδηλώσουν δημόσια την πολιτική τους δέσμευση να τιμωρήσουν οποιονδήποτε επιβουλέα των εθνικών τους συμφερόντων με υψηλό-μη αποδεκτό κόστος και αφετέρου ν’ αναπτύξουν ικανούς συντελεστές στρατιωτικής ισχύος, ενισχύοντας το μέτρο αξιοπιστίας της αποτρεπτικής τους απειλής. Το σημείο τρωτότητας στη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής αποτροπής, είναι ο παράγοντας της αξιοπιστίας της, γιατί όπως ορθά επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Η διακήρυξη “δεν παραχωρούμε τίποτε” δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις».

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι  Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας,

στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Yποτιτλοι: new-economy.gr, Photo by Çağlar OSKAY on Unsplash.

new-economy.gr