Στη ζώνη του λυκόφωτος των μνημονίων: Αξιολόγηση και απολογισμός (Μέρος 7ο)

του Οικονομολόγου, Παναγιώτη (Τάκη) Μυλωνά.

Το «Σύνδρομο της Κασσάνδρας» στη «Συνάρτηση Εισοδήματος»

Στο τελευταίο έβδομο μέρος της πραγματείας αυτής, θα εξετάσουμε, θα αποτιμήσουμε και θα προβλέψουμε, τις μνημειώδεις δραματικές συνέπειες που έχουν -για τη χώρα μας- τα Μνημόνια, σήμερα (συνέπειες, υπολογιζόμενες ως «χρηματικό κόστος», ετησίως). Καθώς και να αξιολογήσουμε τις εξελίξεις και τις παράπλευρες απώλειες, που αυτά συνεπέφεραν, τόσο στις -σταθερά- «Αρνητικές Καθαρές Επενδύσεις», όσο και στην παγίδευσή μας, στη θανάσιμη, πλέον, «Συνάρτηση Εισοδήματος-Παραγωγής» του 4ου Μνημονίου. Ως συνέπεια και της μεγάλης διαστρέβλωσης του «Δημογραφικού» μας προβλήματος, που αποτελεί, πλέον, την μήτρα όλων των προβλημάτων.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια «Δημογραφική Πυραμίδα», την οποία κατέστησαν τόσο ανάπηρη τα Μνημόνια, ώστε, το βάρος (ή το κόστος) του επιδόματος, πια, συντήρησης της αναπηρίας της, να είναι σήμερα, «Ισοδύναμο» με αυτό των: πέντε «Πρωτογενών Πλεονασμάτων», του 3,5% του Α.Ε.Π. Είναι, ακριβώς, η Επιβάρυνση του Δημογραφικού μας Προβλήματος, εκφρασμένη σε οικονομικούς όρους…Εξετάζοντας εδώ από μια άλλη σκοπιά τα πράγματα. Από την ειδικότερη οπτική, που μας επιτρέπει η θεωρία της «Οικονομικής Ανάλυσης», μπορούμε να αναχθούμε σε ένα επίπεδο όπου, η επισκόπησή μας, στον ορίζοντα του ζητήματος της οικονομικής μας κακοδαιμονίας, να εκτείνεται ανεμπόδιστα, με πειστήρια αντικειμενικότητας και χωρίς οποιεσδήποτε σκιάσεις υποκειμενισμού. Αναφερόμαστε, ακριβώς, σε εκείνη την οπτική που μας επιτρέπει η εξέταση της βασικής «Συνάρτησης Εισοδήματος-Παραγωγής», που είναι γνωστή στους οικονομολόγους με τη συμβολική της μορφή: «Y =C + A (ή I) ». Η εξέταση όμως της «Συνάρτησης» αυτής, στην περίπτωση της «μεταμνημονιακής» Ελλάδας, μαρτυρά -όπως θα αποδείξουμε παρακάτω- την παγίδευση και το θανάσιμο εναγκαλισμό μας, όχι μόνο απ’ το φαινόμενο του «Φαύλου Κύκλου της Πενίας» -όπως εκείνου που διατύπωσαν οι θεωρητικοί του, κατά την έξαρση της εξαθλίωσης που επέφερε στον «Τρίτο Κόσμο», η εποχή του απόγειου της Αποικιοκρατίας- αλλά αφορά κι εμάς, ως μια νέα -κι απεχθέστερη μορφή- αποικίας, («Αποικία Χρέους», μας είπαν) που αποκαλύπτει, επίσης, το επερχόμενο οριστικό μας τέλος, ως λαού κι ως χώρας, δυστυχώς.

Η πρώτη υπόθεση στη «Συνάρτηση Εισοδήματος»

Σε μια πρώτη ΥΠΌΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΊΑΣ, εξετάζουμε: τα μνημονιακά «Πρωτογενή Πλεονάσματα» -του 3,5% του Α.Ε Π., ετησίως- τα οποία καθίστανται υποχρεωτικά, ως ισοδύναμα των τόκων που αντιστοιχούν στο «Μη βιώσιμο Δημόσιο Χρέος» μας, του 182% ή και 190% του Α.Ε.Π, σήμερα (αναλόγως εάν συμπεριλάβουμε σε αυτό και τις οφειλές των Ν.Π.Δ.Δ.). Αλλά, στη συνέχεια, μπορούμε να προχωρήσουμε τις εκτιμήσεις μας, πάνω στην υπόθεση ενός -εντελώς θεωρητικού- ενδεχόμενου: αυτού της απαλοιφής των «πρωτογενών πλεονασμάτων» -χάρη μιας προσδοκούμενης, θεωρητικής πάντα, αλληλεγγύης των δανειστών μας- σε συνάρτηση και με τον απώτερο «Αντικειμενικό Σκοπό» μας, την έξοδό μας απ’ την κρίση (Πάντα υπό το υποθετικό ενδεχόμενο, απαλοιφής της υποχρέωσης των «Πρωτογενών Πλεονασμάτων» μας, που καθίσταται η πιο μεγάλη μας Χίμαιρα). Κι επίσης, επεκτείνοντας την ίδια «υπόθεση εργασίας».

Το ζητούμενο είναι: αν -η απαλοιφή αυτή- μπορεί ποτέ να συνιστά την ικανή προϋπόθεση επίτευξης του «Κύριου Σκοπού», της Εξόδου μας απ’ την κρίση; Κάθε άλλο, θα έλεγα. Μήτε μας διασώζουν οι απαλοιφές αυτές -κι ούτε κατ’ ελάχιστον μας απομακρύνουν- απ’ τον ήδη επερχόμενο, οριστικό οικονομικό καταποντισμό μας. Ιδίως όταν -όπως καταδείξαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο- αυτός ο «Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου» (Α.Σ.Π.Κ.), στη χώρα μας -δηλαδή, το απαιτούμενο, να αυξηθεί, ποσό ή ποσοστό Επενδύσεων, στο Α.Ε.Π- προκειμένου, οι Επενδύσεις μας αυτές, να συμβαδίζουν -παρά την χρόνια υστέρησή τους- με τον «μέσο όρο», έστω, των Επενδύσεων, των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., θα πρέπει -οι Επενδύσεις αυτές- να χρηματοδοτηθούν από πόρους που να είναι ισάξιοι, με μια τάξη μεγέθους του: 12% του Α.Ε.Π. και για μια σειρά ετών, πενταετίας, τουλάχιστον. Ώστε έτσι, να μπορέσει να τεθεί και πάλι, σε κίνηση η ελληνική οικονομία, που βρίσκεται σε ένα παγιωμένο τέλμα, μιας παρατεταμένης Αποεπένδυσης, για όλη την προηγηθείσα ήδη μνημονιακή περίοδο.

Συνεπώς, εάν αυτό, το 3,5% του Α.Ε.Π των «Πρωτογενών Πλεονασμάτων», ή και το αντίστοιχο ποσό των 6,5 δις ευρώ, το αποφεύγαμε, ως υποχρέωση καταβολής του για το Δημόσιο Χρέος μας, και μπορούσαμε να το κατευθύνουμε -όλο- στις Επενδύσεις, τότε δεν θα επαρκούσε ούτε κι αυτό, αφού θα αποτελούσε, μόλις το 29%, από το σύνολο των απαιτούμενων-να εξευρεθούν- νέων Επενδύσεων. Και μόνο για την απλή συμπόρευσή μας -ως προς το επίπεδο των Επενδύσεων- που έχουν οι άλλες χώρες της Κοινότητας. Χώρες οι οποίες, βρίσκονται κι αυτές σε μια «αναπτυξιακή κόπωση», σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Ωστόσο και υπό τις συνθήκες αυτές, της υποθετικής μας -θεωρητικής, πάντα- εύνοιας, για απαλοιφή της υποχρέωσής μας στα «Πρωτογενή Πλεονάσματα», θα υστερούσαμε και πάλι, ώστε να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στον «αντικειμενικό σκοπό» που προαναφέραμε. Κι αντί των Επενδυτικών μας υστερήσεων, κατά 22 δις ευρώ, περίπου, τηρουμένων των αναλογιών, θα υστερούσαμε και πάλι, σε Επενδύσεις, κατά 15 δις ευρώ, ετησίως. Με προφανείς τις επιπτώσεις -απ’ την έλλειψή τους- στη συνεχιζόμενη υστέρηση της Ανάπτυξής μας. Εύλογα λοιπόν, υποχρεώνεται, ο καθένας, να συλλογιστεί πάνω στον ακόλουθο συγκριτικό συνειρμό: «Αν, δηλαδή, αυτό το «Πρωτογενές Πλεόνασμα», του 3,5% του Α.Ε.Π., μπορεί να θεωρείται -και να είναι- αντιαναπτυξιακό και “μη βιώσιμο”, τότε -αυτό το ίδιο- θα αποτελούσε το μικρότερο βαρίδι -συγκριτικά πάντα- μπροστά στο επιπρόσθετα απαιτούμενο ποσοστό, του 12% του Α.Ε.Π., για τις Επενδύσεις που μας λείπουν!!!». Και προκειμένου, στο εξής, να μπορούμε να: «ζούμε ανάλογα με όσα παράγουμε» -όπως μας είχαν, εξ αρχής, υποδείξει οι δανειστές μας, μεγαλόφωνα- και με διαρκώς ελλειμματικό τον «Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου» (Α.Σ.Π.Κ.) στη χώρα μας (τις Καθαρές Επενδύσεις), τότε, θα παράγουμε -υποχρεωτικά πάντα- όλο και λιγότερα, ώστε να ζούμε -υποχρεωτικά επίσης- όλο και σε χαμηλότερη εισοδηματική κλίμακα, μιας αβίωτης διαβίωσης.

Και σε μια συνεχιζόμενη διαδικασία, ενός ατέρμονα «υφεσιακού σπιράλ»… Όπου, την σημερινή οικονομική μας καταβαράθρωση, θα τη διαδεχθεί, η προοπτική της «ελεύθερης πτώσης» μας. Και χωρίς κάποιο τέλος, στο τέλος, διαφορετικό από το ίδιο μας το τέλος…

Η δεύτερη υπόθεση στη «Συνάρτηση Εισοδήματος»

Σε μια δεύτερη -πιο εμπεριστατωμένη κι ουσιώδη- ΥΠΌΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΊΑΣ, στο ίδιο πάντα ζήτημα, εκδιπλώνουμε μια άλλη, απλουστευμένη, αλλά σε βάθος, προσέγγιση, η οποία όμως, δεν στερείται της αναγκαίας επιστημονικής βάσης. Κινούμενοι στο ίδιο, πάντα, πλαίσιο προβληματισμού, μπορούμε να δούμε μια επιστημονική, μα εκλαϊκευμένη ανάλυση, που εκτυλίσσεται με βάση την επεξεργασία της σημειολογίας των συμβόλων, που αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα μακροοικονομικά μεγέθη, με την εξής ακολουθία: Στη βασική «Συνάρτηση Εισοδήματος – Παραγωγής», έχουμε τη «Συνάρτηση», του τύπου: «Y=C + A (ή I)».

Έχουμε κατά «γράμμα», δηλαδή, τη συνάρτηση του “Εισοδήματος”, “Y”, να ισούται (ή και να τη συγκροτούν, στην ισοδυναμίας της), με το άθροισμα: (1ο) της “Κατανάλωσης”, (“C”) και (2ο) των “Αποταμιεύσεων”, (“Α”). Οι οποίες “Αποταμιεύσεις”, (“Α”), δύνανται να μετατραπούν -μετά- σε “Επενδύσεις”, (“Ι”). Όπου, οι “Επενδύσεις” (“Ι”), στην παρούσα υπόθεση, υποκαθιστούν τις “Αποταμιεύσεις” (“A”), εξισούμενες με αυτές, στην επόμενη χρονική φάση. {Ενώ -όπως φαίνεται απ’ την πλήρη θεωρητική υποκατάστασή τους- υπάρχει και μια πλήρης ισοδυναμία, όπου, οι Αποταμιεύσεις, “Α” = με Επενδύσεις, “Ι”. Σε μια λογική, μετατροπής και υποκατάστασης, των μεν, από τις δε}.

Εξάλλου κι η “Κατανάλωση”, “C”, διακρίνεται κι αυτή -καθώς μπορεί να επιμεριστεί- σε δυο διακεκριμένα είδη κατανάλωσης: (α) Στην ανελαστική ή την “Αυτόνομη Κατανάλωση”: “Ca” και στη (β) Στην “Οριακή Ροπή προς Κατανάλωση”: “Cb”. (με την τελευταία, να επηρεάζεται από το σχετικό ύψος των εισοδημάτων). Αλλά επανερχόμενοι στη βασική μας «Συνάρτηση Εισοδήματος», Y=C+A (ή I). Η ίδια αυτή Συνάρτηση, μπορεί κι ανασχηματίζεται, στην αναλυτικότερη συμβολική της μορφή, ως: «Y=Ca + Cb + A (ή I)» (με επιμερισμένη την κατανάλωση στα δύο της μέρη). Στην ίδια πάντα «Συνάρτηση Εισοδήματος», και στην περίπτωση ακριβώς, που αφορά στη χώρα μας, έχουμε -σύμφωνα με μετρήσεις επιστημόνων, ειδικών της «Οικονομικής Ανάλυσης»- την «Αυτόνομη Κατανάλωση», «Ca», στη χώρα -και παρά την απερίγραπτη λιτότητα που προηγήθηκε με τα Μνημόνια- να φτάνει, σήμερα, στο ασύλληπτα υψηλό ποσοστό του 67% του Α.Ε.Π {ή στο 67% της «Ακαθάριστης Εθνικής Δαπάνης» (Α.Ε.Δ.), αν θέλετε}! Όταν μάλιστα, η ίδια αυτή, «Αυτόνομη Κατανάλωση», «Ca», στο αντίστοιχο ποσοστό του Α.Ε.Π των άλλων χωρών της Ε.Ε., να φτάνει μόλις στο: 52%, κατά «μεσοσταθμικό μέσο όρο»!

Όμως, αυτή η -επί πλέον- επιβάρυνση, στο Α.Ε.Π της χώρας μας, κατά 15%, έναντι της αντίστοιχης των άλλων χωρών της Ε.Ε., εξ αιτίας του υπερβάλλοντος -σε εμάς- βάρους της «Αυτόνομης Κατανάλωσης», «Ca», πρέπει να έχει κι άλλες βαριές συνέπειες, τις οποίες μπορούμε να αναζητήσουμε και να εντοπίσουμε. Είναι μια επιβάρυνση, που εμποδίζει, καταφανώς, τη δημιουργία των επαρκών Αποταμιεύσεων/Επενδύσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν ισοδύναμα βιώσιμη και τη «Συνάρτηση Εισοδήματος» της χώρας μας, με την αντίστοιχη των χωρών της Ε.Ε. Αλλά, η διαφορετικότητά μας αυτή -όπως διαφαίνεται- οφείλεται στην μετακύλιση του υπερβάλλοντος όγκου της δικής μας «Αυτόνομης Κατανάλωσης», «Ca», προς μια ισόποση, αντανακλαστική κι εξαναγκαστική, συμπίεση, που υφίστανται οι Αποταμιεύσεις κι οι Επενδύσεις. Συμπίεση ακριβώς, ίση με 15% του Α.Ε.Π (ή 67%-52%). Και να «αποκόπτονται» εξ αιτίας των «προκρούστειων πλαισίων», του 100%, της ίδιας αυτής «Συνάρτησης Εισοδήματος», οι αναγκαίες -για την ανάπτυξη- Επενδύσεις. Το έλλειμμα δε αυτό, των Αποταμιεύσεων ή των Επενδύσεων, του 15% του Α.Ε.Π, μόνο σε βάρος των αναγκαίων και ικανών -για την ίδια την επιβίωσή μας- Επενδύσεων, μπορούσε να καταλήξει. Σε βάρος, μάλιστα, των Επενδύσεων εκείνων, για τις οποίες πένεται θανάσιμα, η πατρίδα μας, και τις οποίες χρειαζόμαστε απαραιτήτως και για την έξοδό μας απ’ την κρίση, και την αποφυγή της -διαρκώς επαπειλούμενης- τελικής εξόντωσής μας.

Κι ένα τόσο δυσθεώρατο έλλειμμα Επενδύσεων στη χώρα, δεν είναι λογικό, να προσδοκά κανείς -με οποιοδήποτε ευφάνταστο σενάριο- πως μπορεί να καλυφθεί από μια αύξηση των «Άμεσων Ξένων Επενδύσεων» (Α.Ξ.Ε.). Ιδίως όταν, την κατατρέχουν τόσοι πολλοί άλλοι, απωθητικοί παράγοντες, για προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Προφανώς, λοιπόν, το ποσοστό των Επενδύσεων -του 15% του Α.Ε.Π.- που μας λείπει, όπως μας μαρτυρά η σύνθεση της «Συνάρτησης Εισοδήματός» μας -μια έλλειψη που βαίνει επαυξανόμενη μέσα στο χρόνο- μόνο σε κάποιον πολύ σοβαρό λόγο πρέπει να οφείλεται. Λόγο που, αφού εντοπιστεί, να μπορεί να επιμετρηθεί, πειστικά και να ερμηνευθεί, σοβαρά κι υπεύθυνα, η υπερβάλλουσα αυτή -πολύ υψηλή- «Αυτόνομη Κατανάλωση» Ca, στην Ελλάδα.

Έχουμε, δηλαδή, μια στάθμη «Αυτόνομης Κατανάλωσης» “Ca”, σε τέτοια μεγέθη, που, στην περίπτωσή μας, απεικονίζει ένα ιδιαίτερα στρεβλό κι αρρωστημένο, «μοντέλο παραγωγικού υποδείγματος», στο οποίο, θα πρέπει να έχουν εμφιλοχωρήσει, αναγκαστικά, παράγοντες άλλων πολύ σοβαρών προβλημάτων. Παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τις εφιαλτικές δημογραφικές εξελίξεις, που επιδεινώθηκαν, απελπιστικά, μέσα στην κρίση της μνημονιακής περιόδου. Παράγοντες, ιδίως, που σχετίζονται με υπογεννητικότητα, τη γήρανση του πληθυσμού, την τεράστια ανεργία, και κυρίως με την μετανάστευση του παραγωγικότερου τμήματος του πληθυσμού, των 500.000 νέων επιστημόνων μας, που έφυγαν στο εξωτερικό. Γεγονότα, δηλαδή, που θα συνέτριβαν -με μαθηματική βεβαιότητα- την οποιαδήποτε «Συνάρτηση Εισοδήματος/παραγωγής», όπως η ελληνική στις μέρες μας. Και τα οποία, εμποδίζουν τις επαρκείς Αποταμιεύσεις, όπως και τις ικανές Επενδύσεις, να είναι τουλάχιστον ανώτερες του ύψους των Αποσβέσεων, στο «Σχηματισμό Πάγιου Κεφαλαίου». Όμως, υπό τις συνθήκες αυτές δεν υπάρχει καμιά ελπίδα βιώσιμης υπαρξιακής μας συνέχειας, ούτε μέχρι το 2025..

Το «Σύνδρομο της Κασσάνδρας»

Περνάμε συνεπώς -χωρίς καμιά δυνατότητα αναστροφής της πορείας- σε ένα εκφυλιστικό παραγωγικό υπόδειγμα, μιας τέλειας παρακμιακής διαδικασίας, που αναγνωρίζεται ως το κύριο στοιχείο του λεγόμενου «Υφεσιακού Σπιράλ». Το οποίο, σχετίζεται άμεσα, με τη δημογραφική ανισορροπία της χώρα μας, υπό τους όρους που καθορίζει πλέον, ο λεγόμενος «Δείκτης Εξάρτησης», όπως εκφράζεται, οικονομικά και κοινωνιολογικά, από τη σχέση, του: «Μη Ενεργού», προς τον «Ενεργό Οικονομικά Πληθυσμό».

Κι όπου, μετά την εφαρμογή των Μνημονίων, του 2010, έως σήμερα, αυτός ο «Δείκτης Εξάρτησης» -το κλάσμα, ακριβώς, του «Μη Οικονομικά Ενεργού» προς τον «Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό» μας- φτάνει σήμερα, από αρνητικότατος, στο 1,33, το 2010, σε ακόμα πιο αρνητικό, ώστε να ξεπερνά το 2018, το 1,73!!!. Ένας «δείκτης» που -ίσως- αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ!

Και πάντως, είναι, σχεδόν, κατά 30%, ανώτερος κι απ’ αυτόν του 2009, μόλις πριν να μπούμε στα Μνημόνια! Εξάλλου, για την ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική σημασία του «Δείκτη Εξάρτησης», επισημαίνουμε πως: ακόμα κι αυτό, “το οικονομικό θαύμα της Κίνας” -για παράδειγμα- οφείλεται, κυρίως, στην τεράστια -ανελεύθερη και δικτατορική, βεβαίως- αλλαγή, που επιβλήθηκε στην τροποποίηση του “δείκτη εξάρτησής” της. Εκείνου, δηλαδή, του δείκτη, με τον οποίο βελτίωσε τη σχέση: του «μη ενεργού» προς τον «ενεργό πληθυσμό» της, η Κίνα… Και το πέτυχε αυτό, με το απολυταρχικό, ολοκληρωτικό και υποχρεωτικό μέτρο, του «Ενός μόνο παιδιού, ανά οικογένεια», για όλο της τον πληθυσμό. Μέτρο που επέβαλε, ως γνωστόν, προ 35ετίας, περίπου, η κινεζική πολιτική (κουμμουνιστική) ηγεσία. Και η οποία, το συντηρεί ακόμα, έστω και στην ηπιότερη εκδοχή του.

 Όσον δε αφορά στη δική μας υψηλή «Αυτόνομη Κατανάλωση», την Ca, κατά κανένα λόγο δεν υπονοώ τις τυχόν αποκλίσεις του καταναλωτικού μας προτύπου, οι οποίες, δεν θα μπορούσαν ποτέ να δικαιολογήσουν τις υπερβάσεις αυτές, ως κάποιες ακραίες καταναλωτικές μας συμπεριφορές ή συνήθειες. Αναφέρομαι, μόνο, στο «Δείκτη Εξάρτησης», ο οποίος απέχει κατά 70%, ακόμα κι απ’ αυτόν που αφορά τη Γερμανία. Η οποία, παρά τον γηράσκοντα κι εκεί πληθυσμό της, διατηρεί έναν ικανοποιητικό «Δείκτη Εξάρτησης», οφειλόμενο στην μετανάστευση, των μεταναστών που βρίσκουν δουλειά κι εργάζονται σε αυτήν. Ας σημειωθεί εδώ, πως, η Γερμανία, έχει και σήμερα, «Δείκτη Εξάρτησης», κοντά στην μονάδα. Όπου, κάθε εργαζόμενος ή μετανάστης, εκεί, «συντηρεί, στην κατανάλωση», δύο ατόμων του πληθυσμού της, κατά «μέσο όρο». Ενώ στην Ελλάδα, κάθε εργαζόμενος -και με χαμηλότερη την παραγωγικότητα της εργασίας του, έναντι του Γερμανού συναδέλφου του, λόγω της χρόνιας από-επένδυσης, κυρίως- πρέπει να συντηρήσει 2,73 κατοίκους της χώρας του, κατά «μέσο όρο», επίσης.

Και συγκριτικά, συντηρούμε την κατανάλωση, 35% περισσότερων κατοίκων της χώρας μας, έναντι αυτών άλλων χωρών της Κοινότητας. Να λοιπόν η ερμηνεία της υπερβάλλουσας «Αυτόνομης κατανάλωσης», στη «Συνάρτηση Εισοδήματος» της χώρας, που συναντήσαμε νωρίτερα. Το δημογραφικό μας, πρόβλημα, έχει τις μεγάλες κι άμεσες οικονομικές του συνέπειες, οι οποίες, τώρα, μας απειλούν και με ολοκληρωτικό αφανισμό. Ωστόσο, το «δημογραφικό» -ως

στερεοτυπική και κοινότυπη αναφορά πολλών δημοσιολογούντων ή και λαϊκών θυμόσοφων κοινωνικών σχολιαστών- συνιστά ένα παράδειγμα που ενδημεί στη χώρα μας ως το «σύνδρομο της Κασσάνδρας». Με βάση το οποίο, ενώ «κάποιοι που προφητεύουν επερχόμενα δεινά, κανείς δεν τους πιστεύει, ώστε εγκαίρως να τα αποφύγουν και τα υφίστανται στο τέλος». Και στη θέση του ρόλου των αρχαίων Δαναών, μπορούσαμε να παραφράσουμε, σήμερα, τη φράση, ως ακολούθως: «Φοβού τα “Μνημόνια” και δώρα φέροντα»!!!

Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο του τύμβου μας;

Όσα ήδη αναφέρθηκαν, αποτελούν μια «ποιοτική κατανομή συχνότητας», στην οποία λείπουν οι ακριβείς μετρήσεις των συγκεκριμένων στοιχείων. Στην ποσοτική απεικόνιση, όμως, των σχετικών στοιχείων, εκείνων που τοποθετούν το «δημογραφικό», ως την γενεσιουργό αιτία και όσων προβλημάτων σχετίζονται, τόσο με το «δείκτη εξάρτησης», τη «Συνάρτηση Εισοδήματος», όσο επίσης και με τις προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και του λαού της, έχουμε το ακόλουθο ανάγλυφο στην μορφολογία των μεγεθών:
(α) Ο προαναφερθείς «Δείκτης Εξάρτησης» στη χώρα μας, χειροτέρευσε, δραματικά, μέσα στην περίοδο των Μνημονίων, φτάνοντας, σήμερα, το πρωτοφανές ύψος του «Δείκτη», στο 1,73. Ύψος, το οποίο αυξήθηκε στην περίοδο των Μνημονίων, κατά 30% (δηλαδή, όσο 1,73/1,33). (β) Η «Αυτόνομη Κατανάλωση» Ca, που συνιστά, σήμερα, το: 67% της «Συνάρτησης Εισοδήματος» (ή του Α.Ε.Π.) της χώρας μας, υπερέχει περισσότερο από 29%, της αντίστοιχης «Αυτόνομης Κατανάλωσης» των χωρών της Ε.Ε.. Απέχοντας, με 15 ποσοστιαίες μονάδες, στο Α.Ε.Π, από το επίπεδο «Αυτόνομης Κατανάλωσης» των άλλων χωρών της Κοινότητας -κατά «μέσο όρο»- οι οποίες βρίσκονται στο 52% του Α.Ε.Π τους. (Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι, η ποσοστιαία υπεροχή της δικής μας «Αυτόνομης Κατανάλωσης», που -με τον υπερβολικό της όγκο, να οφείλεται στη δημογραφική ανισομέρεια- συμπιέζει και περικόπτει, αντικειμενικά, αυτό το 15% του Α.Ε.Π μας, από τις -δυνάμενες να εξασφαλιστούν- Αποταμιεύσεις ή και Επενδύσεις, για ισοδυναμία -των τελευταίων- με αυτές της υπόλοιπης Ε.Ε. & (γ) Αν το 3,5% του Α.Ε.Π, για τα -δυσβάσταχτα και αιματηρά- «Πρωτογενή Πλεονάσματά» μας, είναι το ετήσιο κόστος (τόκος) της εξυπηρέτησης, του -λεγόμενου «αντιαναπτυξιακού» και «μη βιώσιμου»- «Δημόσιου Χρέους» μας, αθροιζόμενο και με το ελλείπον ποσοστό του 15% του Α.Ε.Π, από τις αναγκαίες ετήσιες Επενδύσεις, συγκροτούν ένα χρηματικό ποσό, δυνάμενο -θεωρητικά- να εξυπηρετήσει επί 5,3 φορές, το σημερινό ύψος του Δημόσιου Χρέους μας (δηλαδή 18,5%/3,5%=5,286)!

Κι επομένως, η επιβάρυνση του «Δημογραφικού» και του «Δημόσιου Χρέους» μας, αθροιστικά σήμερα, είναι ισοδύναμη με 5,3 «μη βιώσιμα Δημόσια Χρέη» μας, με βάση, μια σταθερή και ίση με τη σημερινή, «τοκοφόρο εξυπηρέτησή» τους. Προφανείς, λοιπόν, και οι συνέπειες στο ερώτημα ζωής και μέλλοντός μας: Πώς μπορεί ποτέ -μετά από όλα αυτά- να περισσέψει, έστω κι ένα ευρώ, για Επενδύσεις και να έχει οποιοδήποτε νόημα, η ελπίδα μας για Ανάπτυξη, ως και για την ύπαρξη της φυλής μας, στην επόμενη γενιά, σε αυτό το άκρο της χερσονήσου του Αίμου;

Κι ενόσω, η χώρα μας, βρίσκεται, πλέον, στην επιθανάτια κλίνη της, πάσχοντας από “γεροντική άνοια” και “πολυοργανική ανεπάρκεια”, έχοντας πιο επιβαρυμένο ζωτικό όργανό της, την καρδιά του “Δημογραφικού Προβλήματός” της και πάσχοντας, από “ανεπάρκεια καρδιακής λειτουργίας, μιας παραλυτικής μεγαλοκαρδίας” που πνέει τα λοίσθια, ολοένα κι ούτε που νοιάζεται καν -ως αδαής- και δεν διερωτάται, πια, για το “ποιός θα πληρώσει το μάρμαρο”, του Τύμβου της…

Αθήνα, Μάιος 2019