Ο οικονομικός αντίκτυπος του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Του Δρ. Ευάγγελου Στεργιούλη.
Το 2000, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών[1] προσδιόρισε εννοιολογικά το οργανωμένο έγκλημα ως ομάδα τριών ή περισσοτέρων ατόμων που υφίσταται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ενεργεί με σκοπό τη διάπραξη εγκλημάτων για προσπορισμό οικονομικού οφέλους, καταρτίζοντας έτσι ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο για την καταπολέμηση του. Το 2008, το θεσμικό πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών υιοθετείται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση[2], προκειμένου να επιτευχθεί ο συντονισμός και η πλήρης εναρμόνιση των νομικών οπλοστασίων των κρατών μελών για να υπάρξει αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων και των δραστηριοτήτων τους. Σε αυτές τις διεθνείς πρωτοβουλίες νομοθετικού εκσυγχρονισμού πρέπει να προστεθούν η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας[3] (Europol), κύρια αποστολή της οποίας είναι η παροχή συνδρομής στα κράτη μέλη μέσω της ανταλλαγής και ανάλυσης πληροφοριών, καθώς και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Δικαστικής Συνεργασίας[4] (Eurojust), κύρια αποστολή της οποίας είναι ο συντονισμός των ενεργειών των δικαστικών και εισαγγελικών υπηρεσιών των κρατών μελών στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.
Ωστόσο, παρά την νομοθετική θωράκιση, η οποία συμπληρώθηκε και ενδυναμώθηκε περαιτέρω με ένα σύνθετο πλέγμα νομικών κανόνων κατά κατηγορία αδικημάτων (ξέπλυμα χρήματος, εμπορία ναρκωτικών, trafficking κ. ά) και την παράλληλη ανάπτυξη και πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία Ευρωπαϊκών μηχανισμών που επικεντρώνονται στην καταστολή οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, η συνολική κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος και η επίδραση του στην Ευρωπαϊκή οικονομία, όπως εξελίσσεται μέχρι σήμερα, θεωρείται ιδιαιτέρως ανησυχητική.
Εξέλιξη του εγκλήματος
Κατ’ αρχάς, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ενώ το 2013 οι εγκληματικές οργανώσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο ανέρχονταν σε 3.600, ο αριθμός τους το 2017 αυξάνεται σε 5.000[5] και οι δραστηριότητες τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αντικειμένων που αφορούν ναρκωτικά, εμπορία ανθρώπων, παράνομη μετανάστευση, ενώ παράλληλα επενδύουν και σε άλλες αναδυόμενες εγκληματικές αγορές όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο παράνομων αγαθών και υπηρεσιών, καθότι πρόκειται για αγορές που αποφέρουν υψηλά κέρδη με χαμηλό επίπεδο επικινδυνότητας.
Ως κυρίαρχη δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος στον Ευρωπαϊκό χώρο έχει εδραιωθεί πλέον το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, τα κέρδη[6] του οποίου ανέρχονται ετησίως σε 24 δισ. €. Τα οργανωμένα κυκλώματα διακίνησης λαθρομεταναστών αποκομίζουν τεράστια κέρδη και ειδικά εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Ενδεικτικά, το 2015 κατά τη διάρκεια του οποίου εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από 1 εκατ. μετανάστες, τα οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα εκτιμάται ότι αποκόμισαν από τις παράνομες δραστηριότητες τους από 3-6 δισ. €[7].Τα τελευταία χρόνια προβάλλει, μεταξύ άλλων αναδυόμενων παράνομων αγορών, το εμπόριο παραποιημένων προϊόντων η αξία των οποίων ανέρχεται σε 85 δις. €ετησίως για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο οι εκτιμήσεις ανέρχονται σε 338 δις. €,σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[8].
Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα έσοδα από το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται σε τουλάχιστον 110 δις. ετησίως, εκ των οποίων μόνο ένα μικρό μέρος κατάσχεται από τις διωκτικές αρχές[9]. Στα συμπεράσματα της εν λόγω έρευνας διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, η διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος στη νόμιμη οικονομία, χωρίς ωστόσο να καθίσταται δυνατή η ακριβής εκτίμηση του μεγέθους της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων.
Σε όλες τις παραπάνω εκτιμήσεις, θα πρέπει να προστεθεί και το τεράστιο πρόβλημα της φοροδιαφυγής που υφίσταται στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συνολικό ποσό της οποίας εκτιμάται σε 50 – 70 δισ. € ετησίως, όπως προέκυψε από σχετική έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[10], ενώ η OLAF, η αρμόδια υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διερεύνηση της φοροδιαφυγής, εντόπισε το 2017 συνολικά 3 δις. € προς επιστροφή στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα από την ολοκλήρωση 197 σχετικών ερευνών[11].
Συμπέρασμα
Εν κατακλείδι, η εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος διέπεται από μία σύνθετη δυναμική που συνδέεται αναπόσπαστα με τον πολύπλοκο και ευέλικτο χαρακτήρα των εγκληματικών ομάδων, οι οποίες προσαρμόζουν τη λειτουργία τους σε μια εγκληματική οικονομία που υπαγορεύεται από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, ευνοούνται από την κοινωνική ανοχή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων όπως η εμπορία παραποιημένων εμπορευμάτων, απάτες κατά δημοσίων αρχών, ενώ, παράλληλα, δεν παύουν να αναζητούν συνεχώς νέες εγκληματικές ευκαιρίες με χαμηλό βαθμό επικινδυνότητας και υψηλά κέρδη.
Παρότι, λοιπόν, από τις αρχές του 2000 η Ευρωπαϊκή αλλά και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα απέκτησαν σύγχρονα θεσμικά πλαίσια και ενιαίους μηχανισμούς πρόληψης και καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος, παρατηρείται το παράδοξο και αντιφατικό γεγονός της αδυναμίας περιορισμού των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων, πολύ δε περισσότερο της μη ανακοπής μιας συνεχώς αναπτυσσόμενης και επεκτεινόμενης οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας σε νέα πεδία που εξασφαλίζουν υψηλά κέρδη με χαμηλό ρίσκο, κάνοντας συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των νoμίμων και παρανόμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομίες των Ευρωπαϊκών κρατών αλλά και διεθνώς.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η συνολική εκτίμηση των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε ολόκληρο τον κόσμο ανέρχονται περίπου στο 3,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ ή στα 2,1 τρις. δολάρια ΗΠΑ[12].
*Ο Δρ Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και διδάσκει στην έδρα των Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.
[1] United Nations Convention against Transnational Organized Crime and the Protocols thereto adopted by the UN General Assembly, 15 November 2000, by Resolution 55/25
[2] Απόφαση-Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ τουΣυμβουλίουτης 24ης Οκτωβρίου2008για την καταπολέμησητουοργανωμένουεγκλήματος, OJ L 300, 11.11.2008, p. 42–45
[3] Convention based on Article K.3 of the Treaty on European Union on the establishment of a European Police Office (Europol Convention), OJ C 316/2, 27.11.1995
[4] ΑπόφασητουΣυμβουλίουτης 28ης Φεβρουαριμου 2002 σχετικαμ μετησυμστασητηςEurojust προκειμεμνου να ενισχυθειμ η καταπολεμμησητωνσοβαρωμνμορφωμνεγκλημματος,OJ L 63/1, 6.3.2002
[5] Europol (2017)Serious and Organised Crime Threat Assessment 2017, p. 14
[6] Ibid, p. 34
[7] Europol (2016)Migrant Smuggling in the EU, February 2016, p.2
[8] European Commission (2018) Counterfeit and Piracy Watch List, SWD(2018) 492, Brussels, 7.12.2018
[9]Savona Ernesto U. &Riccardi Michele (Eds.) (2015)From illegal markets to legitimate businesses: the portfolio of organised crime in Europe. Final Report of Project OCP – Organised Crime Portfolio (www. ocportfolio.eu), Università degliStudi di Trento.
[10]European Parliamentary Research Service (2015)Bringing transparency, coordination and convergence to corporate tax policies in the European Union, September 2015.
[11]European Anti-Fraud Office – OLAF (2017) Annual Report 2017, p.12
[12] United Nations (2011), Estimating illicit financial flows resulting from drug trafficking and other transnational organized crimes, p. 127, p. 127