Μπορούν να πεθάνουν οι πεταλούδες από το κρύο;
Η σταδιακή αποβιομηχάνιση της χώρας, οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί, την ελληνική οικονομία σε δύσβατα μονοπάτια. Είναι φορές που αναρωτιέται κανείς, εάν το πάλαι ποτέ 1999 θα μπορούσε να είχε συμβεί χρηματιστηριακά, εάν δεν υπήρχαν ακόμη αρκετές εταιρείες. Κι εάν δεν υπήρχαν, τότε θα έπρεπε να τις εφεύρουμε.
Ένας απαξιωμένος κλάδος της ελληνικής οικονομίας, αλλά και χρηματιστηριακά, είναι αυτός της κλωστοϋφαντουργίας. Ποιος δεν θυμάται άραγε την Κλωνατέξ, τα Κλωστήρια Ναούσης, και τόσες άλλες εταιρείες που από άποψη κεφαλαιοποίησης άγγιζαν αυτές μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών;
Το σκάσιμο της «φούσκας» του πάλαι ποτέ 1999, έχει μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη των περισσότερων από εμάς οι οποίοι είχαμε την πρώτη μας επαφή με τον χρηματιστηριακό χώρο. Πώς όμως κατάφερε ένας σημαντικός κλάδος για την ελληνική οικονομία να φθάσει στην απαξίωση;
Οι λόγοι είναι πολλοί, οι μη φιλικές προς το επιχειρήν φορολογικοί συντελεστές και το επενδυτικό πλαίσιο οδήγησαν σταδιακά από τις αρχές του 1990 την φυγή αρκετών βιοτεχνιών αλλά και εργοστασίων προς τις βαλκανικές χώρες. Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όμως, εμφανίστηκαν νέες απειλές για τις κλωστοϋφαντουργίες, η εισαγωγή του ευρώ, αλλά και η αύξηση εισαγόμενων προϊόντων, κυρίως από την Κίνα, οι οποίες σε συνδυασμό με την αύξηση ου παρα-εμπορίου, έδωσαν την χαριστική βολή.
Χρηματιστηριακά, μια από τις γνωστότερες εταιρείες που εκπροσωπούν ακόμη επάξια τον κλάδο, είναι αυτή του Μουζάκη, η μετοχή του οποίου καταγράφει κέρδη από τις αρχές του έτους 116,67%. Παρότι η εταιρεία προέρχεται από ζημιογόνο χρήση το 2016, οι επενδυτές δείχνουν να προεξοφλούν θετικά νέα για το έτος που ολοκληρώνεται σε λίγο, αλλά και για το επόμενο.
Ο κύκλος εργασιών της Μουζάκης για το σύνολο του 2016, υποχώρησε στα 6,15 εκατ. ευρώ από 7,09 εκατ. ευρώ το προηγούμενο, με την εταιρεία να καταγράφει ζημιές για ακόμη μία χρήση. Δεδομένης της ζημιογόνας χρήσης, το P/E για την μετοχή δεν μπορεί να υπολογιστεί. Μπορούμε όμως να υπολογίσουμε την εσωτερική της αξία, η οποία βρίσκεται στο 1,10, με την τιμή προς εσωτερική αξία να ανέρχεται στο 0,33. Εάν κρίνουμε μόνο από τον λόγο τιμής προς εσωτερική αξία, τότε η τιμή της μετοχής είναι δελεαστική, με την αντίσταση να βρίσκεται στα 0,3825 σεντς (γραμμή ΑΒ) και την στήριξη στα 0,3188 σεντς (γραμμή ΓΔ), όπως παρατηρούμε και στο παρακάτω γράφημα.
Υπάρχουν όμως μερικοί ανασταλτικοί παράγοντες, οι οποίοι περιορίζουν τον ενθουσιασμό του λόγου τιμής προς εσωτερικής αξίας. Οι παράγοντες αυτοί είναι, το παρα-εμπόριο, τα προϊόντα από χώρες χαμηλού κόστους, και η τιμή του βαμβακιού η οποία είναι ευμετάβλητη, όπως οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο. Εκτός όμως από τους παραπάνω παράγοντες, υπάρχει κι ένας ακόμη που πιθανόν να αποτρέψει κάποιον απο το να επενδύσει στην μετοχή· κι αυτός δεν είναι άλλος από το χαμηλό ποσοστό ελεύθερης διασποράς που ανέρχεται στο 16,7%. Εάν υπολογίσει κανείς και τον όγκο του μέσου όρου των τριάντα ημερών, ο οποίος ανέρχεται στα 3.512 τεμάχια, τότε θα πρέπει να το σκεφτεί ακόμη περισσότερο πριν τοποθετήσει την εντολή αγοράς.
Θεόδωρος Σεμερτζίδης, CEFA
Τα παραπάνω εκφράζουν προσωπικές απόψεις, και δεν αποτελούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε κινητής αξίας.
*