Η μεγάλη Χίμαιρα της αγροτικής ανάπτυξης

Του Οικονομολόγου, Παναγιώτη (Τάκη) Κ. Μυλωνά. (Τέως Πρόεδρου & Διοικητή του τ. “Οργανισμού Βάμβακος”, από το 1996 έως και το 1999).

(Μια άλλη προσέγγιση στη διάγνωση των προβλημάτων του “Πρωτογενούς Τομέα”).

Για την αντιμετώπιση της -τόσο αρνητικής- κατάστασης, σήμερα, στον αγροτικό τομέα, χρειάζεται μια αποφασιστική στροφή της ασκούμενης Κυβερνητικής πολιτικής. Αν βέβαια, αυτή υπάρχει…

Το αγροτικό πρόβλημα

Ωστόσο, ίσως είναι ήδη αργά. Η «στροφή» μας στον «πρωτογενή τομέα», καθίσταται η πιο «Μεγάλη Χίμαιρα». Άλλωστε, ο αγροτικός (πρωτογενής) τομέας, παρ’ ότι “πνέει τα λοίσθια“, αφήνεται να εξακολουθεί να βυθίζεται στην παραοικονομία, την παρακμή και να βρίσκεται σε απόλυτα απελπιστική κατάσταση. Η οποία δεν φαίνεται να είναι ανατάξιμη πλέον. Πλην -ίσως- της συντήρησής της, σε μια κατάσταση μηχανικής υποστήριξης, από συσκευές οξυγόνου, μηχανημάτων τεχνητής καρδιάς, τεχνητού νεφρού ή και “νοημοσύνης“, ακόμα, ακόμα…

Ο τομέας αυτός, ενώ απορρόφησε -ρούφηξε αντιπαραγωγικά, δηλαδή, καταναλωτικά και σχεδόν ληστρικά, χωρίς σχέδιο, μα ούτε και με κάποια απόδοση λογαριασμού- επί 30 και πλέον χρόνια, το μεγαλύτερο ποσοστό των 200 δισ. ευρώ, απ’ τις κοινοτικές επιχορηγήσεις της Ε.Ε., παράγει μόλις το 3% του Α.Ε.Π. (το 1/6, του οποίου, όμως, δηλώνεται ως φορολογητέο εισόδημα). Και απασχολεί, ένα –γερασμένο, έως υπέργηρο, και κατά προσέγγιση- 7% των εργαζομένων της χώρας.

Ταυτόχρονα, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό των αγροτών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει -εντεινόμενο- το ζήτημα της άμεσης οικονομικής επιβίωσής του. Αφού, παρά την εξακολουθούμενη -έστω και μειούμενη- οικονομική του ενίσχυση (κι ενώ δεν είναι σε θέση να μας παράσχει μια σχετική επισιτιστική «αυτοδυναμία», -όχι αυτάρκεια, αλλά, έστω, το μη ελλειμματικό διατροφικό ισοζύγιο- στη χώρα), καλείται -μάταια- να αναλάβει και το αυξημένο κόστος μιας απροσδιόριστης ή και ασαφούς παραγωγικής και ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του. Ενώ, επίσης, διατηρεί τις στρεβλώσεις και τις δυσκαμψίες του, εκείνες που του επέβαλλαν -ιστορικά- οι μικροπολιτικές του παρελθόντος, του «πελατειακού Κράτους». Οι οποίες και το «έπνιξαν», διαχρονικά.
[Βασικός διαστρεβλωτικός παράγοντας, στο «νομικό καθεστώς» των αγροτών, ήταν και παραμένει, ο «εννοιολογικός» προσδιορισμός του «κατά κύριο επάγγελμα αγρότη», που δεν ανταποκρίνεται στην υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Όπου, την ιδιότητα του «αγρότη», την δανείζονται κι άλλες κατηγορίες επαγγελματιών. Για να φοροδιαφεύγουν οι ίδιες και να απομειώνουν, ταυτόχρονα, την -κάθε φορά- διαθέσιμη, για τον αγρότη, ενίσχυση. Αφθονούν οι περιπτώσεις όπου, οι άλλοι επιτηδευματίες -για παράδειγμα, εστιάτορες ψαροταβέρνας, κρεοπώλες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, λογιστές, ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων κ.λπ.- εμφανίζοντας ζημιές ή περιορισμένα κέρδη από την άλλη δραστηριότητά τους, δανείζονται -από σκοπιμότητα- την ιδιότητα του αγρότη -με τα ποσοστά εισοδήματος που εμφανίζουν- και έτσι φοροδιαφεύγουν, εισφοροδιαφεύγουν και λαμβάνουν μέρος στις αγροτικές ενισχύσεις και τις άλλες σχετικές παροχές του].


Ταυτόχρονα, οι στρεβλώσεις και οι παθογένειες της συνολικής μας οικονομίας, υπονομεύουν κι αυτές, την αγροτική ανάπτυξη, σε όλες τις περιπτώσεις συνύφανσης των τομέων τους και των επί μέρους κλάδων παραγωγής.

Πως τα πλεονεκτήματα καταλήγουν σε μειονεκτήματα

Ας δούμε δυο παραδείγματα, στα οποία, ενώ διαθέτουμε ανυπέρβλητα συγκριτικά πλεονεκτήματα, ως χώρα, είμαστε -την ίδια στιγμή- παγιδευμένοι στην αναποτελεσματική και αντιοικονομική λειτουργία:
α) Παράδειγμα: Ο κλάδος της Ιχθυοκαλλιέργειας, στον οποίο έχουμε -ως γνωστό- παγκόσμιο παραγωγικό πλεονέκτημα, εμφανίζει πολύ αρνητική σχέση: «ιδίων προς ξένα κεφάλαια», ίση: με έως και: 1/10 ή με σχέση 1/ 7, κατά μέσο όρο, όπως έγινε γνωστό μέσα από έγκυρα δημοσιεύματα του οικονομικού τύπου. Υπό το καθεστώς αυτό όμως, δεν επιδιώκεται η παραγωγή, η παραγωγικότητα, οι ανταγωνιστικές τιμές, η ποιότητα προϊόντος, οι επενδύσεις παραγωγικού εκσυγχρονισμού, οι οικονομίες κλίμακας, η εξοικονόμηαη κόστους στην παραγωγή ιχθυαλεύρων ή επέκταση της σχετικής επιχειρησιακής έρευνας κ.λπ.. Αλλά, αντιθέτως, παρεμποδίζεται -μόνο- η είσοδος των οποιωνδήποτε νέων παικτών, με σπάσιμο τιμών και κάθετη πτώση της ποιότητας. Και συγχρόνως, εκτυλίσσονται στρατηγικές και κατασκευάζονται σενάρια, εκβιασμού των τραπεζών, του κράτους και των εργαζομένων, για την απόσπαση νέων δανείων και τη διεκδίκηση της διατήρησης των μεριδίων της αγοράς που απομιζούν, ακολουθώντας όμως μια φθίνουσα και απαξιούμενη, ποιοτικά και ποσοτικά, παραγωγική διαδικασία…

β) Παράδειγμα: Ο κλάδος των αλλαντικών, επίσης, ο οποίος εμφανίζει τη χειρότερη σχέση: «ιδίων προς ξένα κεφάλαια» ίση με 1/ 9. Ενώ κι αυτός, έχει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγικής επέκτασης του, λόγω της μεγάλης δυνατότητας υποκατάστασης των εισαγωγών αλλαντικών, τα οποία επικρατούν στην ελληνική αγορά. Εργάζεται δε, ο κλάδος αυτός, με αντι-ανταγωνιστικές και αντιπαραγωγικές πρακτικές & μεθόδους. Τέτοιες που, ενώ «καταφέρνουν» να εμφανίζουν ζημιές και ελλείμματα, στην εγχώρια δραστηριότητά τους, μεταφέρουν τα υπερκέρδη στην «εκτός Ελλάδας», όμοια τους δραστηριότητα (όταν -συνήθως- έχουν & εξαγωγική δραστηριότητα, μέσω των ενδο-ομιλικών τους συναλλαγών).

Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί

Όσον δε αφορά, ιδίως την κατάσταση που επικρατεί στους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν το «βαρύ πυροβολικό», στη «μάχη» για την παραγωγική μας ανασυγκρότηση, τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάταξη των χειμαζόμενων παραγωγών μας, η κατάστασή τους είναι απελπιστική. Πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο της απαράδεκτης κατάστασής τους, συνιστά και κάποιο παλιότερο σχετικό ρεπορτάζ. Όπως αυτό προκύπτει κι από συναφείς δηλώσεις -με αφορμή το τότε Ν/Σ για τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς- του πρώην αρμόδιου Υπουργού, κ. Β. Αποστόλου, ο οποίος δήλωνε ότι: «η υπερχρέωση των Συνεταιρισμών είναι τόσο επιβαρυμένη ώστε, από τους 1.042 λειτουργούντες Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, μόνο 15 με 20, εξ αυτών, λειτουργούν, ακόμα, σε κάποια υγιή οικονομική βάση»…

Αλλά, πάντως, για την ορθή προσέγγιση του αγροτικού ζητήματος, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε στους υπολογισμούς μας & το ιστορικό για τα «θαλασσοδάνεια» της ΑΤΕ, προς τους «αγροτοπατέρες» όλων των συνεταιριστικών οργανώσεων. Τα οποία, δάνεια -παρά τις απανωτές «χαριστικές ρυθμίσεις» του παρελθόντος- ήταν και παραμένουν ανεξόφλητες -εξαϋλωμένες ήδη- ληξιπρόθεσμες & γιγαντιαίες οφειλές τους. Οφειλές τους, στην υγειά, όχι μόνο του Δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και του επαναλαμβανόμενου επετειακού μηνιαίου αποκλεισμού της επικράτειας, σε πάμπολλα σημεία, απ’ τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Κι όλα αυτά, με τη χρηματοδότηση των «Τρακτέρ», απ’ τα λεγόμενα «σχέδια βελτίωσης». Καθώς και των κορόιδων, των λοιπών πολιτών της, που δεν δηλώνουν αγρότες. Αλλά όμως, υπέρ, της περιουσίας και της ευημερίας των απογόνων ή και κληρονόμων, της ειδικής αυτής κατηγορίας των «αγροτοσυνεταιριστών». Οι οποίοι και καταλήστευσαν τους συνεταιρισμένους συναδέλφους τους, αλλά και το ελληνικό δημόσιο, απειλώντας το, υβρίζοντάς το και εκβιάζοντας το: «ζεσταίνοντας τις μηχανές των Τρακτέρ», πάντα κάθε χειμώνα, για τα τελευταία 30 χρόνια, τουλάχιστον…


Κι εύλογα αναρωτιέται κανείς. Εκτός από τη «Λίστα Λαγκάρντ», τους «Αγροτοπατέρες – Ληστές» ή και τους κληρονόμους, των μακρυχέρηδων “αγροτοπατέρων“, επικαρπωτών ή/και κλεπταποδόχων των παρατεταμένων ατασθαλιών κακοδιαχείρισης στον αγροτικό τομέα, θα τους αναζητήσει, άραγε και θα τους ενοχλήσει, ποτέ, κανείς;

Αρκεί μόνο ο αγροτικός τομέας ως μοχλός ανάπτυξης;

Αλλά όμως, ο αγροτικός τομέας, από μόνος του, δεν φτάνει και δεν μπορεί να συνδράμει στην αντιμετώπιση της δυσθεώρατης ανεργίας. Στην καλύτερη περίπτωση -ακόμα κι αν πετύχαινε την ευρεία αναδιάρθρωση των καλλιεργειών- έχει περιορισμένη σημασία και δεν θα ήταν σε θέση να αναχαιτίσει την κολοσσιαία ανεργία της χώρας (του 20%), σε περισσότερο από το 1% έως 1,3%, του αργούντος εργατικού μας δυναμικού!

Απεναντίας, ότι διεκδικείται, σήμερα, είναι απλώς: η επικράτηση μιας πολιτικής διατήρησης και συντήρησης του πάντα διαθέσιμου “πελατειακού κράτους“. Του Κράτους, που να καθιστά τον «πρωτογενή τομέα», δικαιούχο προνομίων, έναντι των μισθωτών (οι οποίοι, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, τους έχει τσακίσει η κρίση, ανεπανόρθωτα). Μιας πολιτικής, που να μην τοποθετεί τον αγροτικό τομέα κι ως «παρασιτικό αποκύημα» κι αναξιοπαθούντα φτωχό συγγενή των άλλων τομέων παραγωγής. Επί των οποίων, επίσης, θα επιδιαιτητεύουν -πάντα- οι «πάτρωνες». Και με τους οποίους, όμως, δεν είναι ποτέ δυνατόν -χωρίς σχέδιο και προοπτική- να μπορέσουμε να πορευτούμε σε έξοδο απ’ την αιμοβόρα αυτή κρίση, που εξακολουθεί να μας ταλανίζει ατελεύτητα…


Αλλά, ενώ οι παλιές αμαρτίες μας παγιδεύουν, στον «Αταβισμό» της υπερχρέωσης, της ακρισίας, της μη λογοδοσίας, έως και της μοιραίας, πλέον, άνοιας, συνεχίζουμε αμέριμνοι τον νιρβάνα της “άσκοπης χρονοκαθυστέρησης“… Ένα τέλμα, ακινησίας ή και μιας δήθεν υποσχόμενης παραγωγικής ανασυγκρότησης, χωρίς όμως κάποιο ουσιώδες αντίκρισμα. Η οποία, καθιστά χίμαιρες κι αυταπάτες, τις ελπίδες μας, για: την γνήσια, αναγκαία και ικανή, παραγωγική μας ανασυγκρότηση, που θα συμβάλει και στο χτύπημα της αβυσσαλέας ανεργίας, αλλά και στη συνακόλουθη διάσωση και διασφάλιση του κοινωνικό-ασφαλιστικού μας συστήματος στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Για την συμβολή του, δηλαδή, στο ξεπέρασμα της αιμοβόρας –έως και θανάσιμης- κρίσης, που -τώρα πια- απειλεί θανάσιμα, εμάς, μα και τις επόμενες γενιές…

Τα χρόνια προβλήματα του πρωτογενούς τομέα

Σε μια συνοπτική θεώρηση των προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Οι παράμετροι που στοιχειοθετούν τον “Γεωγραφικό Χάρτη” του προβλήματος, μπορεί να είναι και οι ακόλουθες:

  1. Το δημογραφικό -ηλικιακό πρόβλημα των υπέργηρων απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας.

  2. Το πρόβλημα της υπερχρέωσης των αγροτών και των συνεταιριστικών τους οργανώσεων -παρά τις κατ΄ επανάληψη χαριστικές ρυθμίσεις των- καθώς και το πρόβλημα της οργάνωσης της παραγωγής και των αξιόπιστων και λειτουργικών δικτύων αγοράς, πιστοποίησης της προέλευσης, της ποιότητας και της τυποποίησης του προϊόντος παραγωγής.

  3. Το αποσαθρωμένο επίπεδο των Συνεταιριστικών Οργανώσεων. Το οποίο, όπως δήλωσε πρόσφατα, ο πρώην αρμόδιος Υπουργός κ. Β. Αποστόλου: «…από τους λειτουργούντες σήμερα 1.048 Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, μόνο 15 με 20 απ’ αυτούς, λειτουργούν σε κάποια υγιή οικονομική βάση»…

    Οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, δηλαδή, που αποτέλεσαν, διαχρονικά και αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα, τους κυριότερους διοργανωτές και μοιραίους λαφυραγωγούς, της ληστρικής διασπάθησης και λεηλασίας, των κοινοτικών επιδοτήσεων, των θαλασσοδανείων στους ίδιους και στους λοιπούς αγρότες και των αποζημιώσεων στην αγροτική παραγωγή της χώρας μας. Και με έκδηλες τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, των καταδολιεύσεων αυτών, αναλόγως των ιεραρχήσεων που επέβαλε το πελατειακό κράτος, που εξακολουθεί να συντηρείται μέχρι και σήμερα…

  4. Ο μικρός «μέσος γεωργικός κλήρος», των 50 μόλις στρεμμάτων. Και παρ’ όλα αυτά. Οι εκτατικές καλλιέργειες, οι καλλιέργειες γεωργικών εκτάσεων, μεγάλης κλίμακας & βιομηχανικών φυτών, απασχολούν το 80% και πλέον, των αδρεύσιμων γεωργικών εκτάσεων. Και απολαμβάνουν -προκλητικά- το 90% και πλέον, των επιδοτήσεων, καθώς και των αποζημιώσεων, της αγροτικής παραγωγής. Στην γενική “τυπική εικόνα” του αγροτικού τομέα, εμφανίζεται το φαινόμενο: ενός υπέργηρου αγρότη που στέκεται ακόμα, στο γκαράζ μιας άδειας αποθήκης. Και ο οποίος, διαθέτει, επίσης, από: 2 -τουλάχιστον- «Τρακτέρ» (το ένα εξ αυτών, μάλιστα, θηριώδους μεγέθους) και τα οποία, μάλιστα, απέκτησε με επιδότηση & απλήρωτα δάνεια. Απ’ τα «σχέδια βελτίωσης»… Και τα οποία, χρησιμοποιούν, τα γερμανικής προέλευσης ή/και γερμανικών συμφερόντων, αυτά μηχανήματα, ενώ τα απασχολούν μόλις, για 10, έως 15 ημέρες εργασίας, το χρόνο…!

  5. Στο στρεβλό αυτό “μοντέλο” της γεωργικής μας ανάπτυξης, το 40% της καλλιεργούμενης γης, να ανήκει σε εισοδηματίες των πόλεων. Και οι καλλιεργητές τους να καταβάλουν σημαντικό τμήμα της εργασίας τους, είτε σε ενοίκια και γεωπροσόδους, σε τρίτους, είτε σε αμοιβές εργασίας, που υπερκαλύπτουν συχνά την αξία παραγωγής τους, αλλά χωρίς το συνυπολογισμό των επιδοτήσεων. Όπως καταβάλλουν, εξ άλλου και σε ανασφάλιστους αλλοδαπούς μετανάστες, ημερομίσθια και διατροφικά έξοδα ευρωπαϊκού επιπέδου, το μισθολογικό εισόδημα των οποίων, εκρέει -σε σημαντικό ποσοστό του- στο εξωτερικό…

    Ταυτόχρονα. Εκτός του ελλειμματικότατου αγροτοδιατροφικού μας ισοζυγίου, το οποίο και διευρύνεται ολοένα (όταν, π.χ., η αξία των εισαγωγών μας και μόνο σε προϊόντα ζωϊκής παραγωγής, υπερβαίνει την αξία των συνολικών εισαγωγών μας σε πετρελαιοειδή!), υπάρχει και μια άλλη όψη, που υποδηλώνει την κατάρρευση πρωτογενή τομέα.


    Είναι ότι, τα αρνητικά αυτά φαινόμενα συνυπάρχουν και με τα -εξίσου- αρνητικά, επίσης, της “αντίστροφης εξωστρέφειας” της γεωργοκτηνοτροφικής μας παραγωγής… (Όπου, ενώ οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων μας, είναι εξαιρετικά περιορισμένες, σε μεγέθη ή ποσότητες. Και εξαντλούνται σε ισχνές εξαγωγές ανεπεξέργαστων προϊόντων αγροτικής παραγωγής, χωρίς την οποιαδήποτε προστιθέμενη αξία, σε αυτά. Και την ίδια στιγμή -στο σύνολο του πρωτογενή τομέα- για κάθε ένα ευρώ που παράγεται, αποστέλλουμε στο εξωτερικό 0,90 σεντς για σπόρους & λοιπό πολλαπλασιαστικό υλικό, νεογνά κτηνοτροφίας κ.α., μηχανήματα, χημικά, εργατικά έξοδα, καύσιμα κ.λπ.)!

  6. Το εχθρικό περιβάλλον της απασχόλησης των νέων στον αγροτικό τομέα, όπου, το 70% της καλλιεργούμενης έκτασης να ανήκει σε υπέργηρους «αγρότες» (“πάτερ φαμίλια”), οι οποίοι, εισπράττουν, ταυτόχρονα, συντάξεις, επιδόματα, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αποζημιώσεις θεομηνιών και προσβολών της αγροτικής παραγωγής, επιστροφές ΦΠΑ, καυσίμων, και «σχεδίων βελτίωσης», καθώς και αποζημιώσεις φυτικού ή ζωικού κεφαλαίου, κάθε είδους και μορφής. Αλλά κυρίως. Απολαμβάνουν τον «Θρόνο» του «Πάτερ Φαμίλια», για τον εαυτό τους. Ο οποίος όμως ρόλος, διώχνει κι αποξενώνει τους νέους, από το γεωργικό επάγγελμα και την πατρική περιουσία…

  7. Το στρεβλό και πλήρως προβληματικό ασφαλιστικό σύστημα των εργαζομένων με τη γη. Με τον ΟΓΑ να ασφαλίζει 1,2 εκατομμύρια ασφαλισμένους του και για τον οποίο, να εισφέρουν μόλις 250.000 αγρότες (στην πλειονότητά τους πολύ-επαγγελματίες -πέραν και του αγροτικού- με ελλειμματική ή και συμβολική τη συνεισφορά τους προς τον ΟΓΑ)…

  8. Με τη διασφάλιση της παραγωγής, σε πελατειακά προγράμματα, που πλέον δεν έχουν πόρους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Με τον ΕΛΓΑ, να διατηρεί το διαχρονικό διαχειριστικό του έλλειμμα, το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, υπήρξε έως και 5πλάσιο των ανταποδοτικών του εσόδων…

  9. Με προϊόντα αγροτικής παραγωγής που για πολλές δεκαετίες τώρα, διατηρούν και επαυξάνουν, το έντονα ελλειμματικό διατροφικό ισοζύγιο της χώρας μας. Ενώ και οι ποσότητες των αγροτικών προϊόντων που εξάγονται, είναι -στην πλειονότητά τους- χωρίς πιστοποίηση προέλευσης, τυποποίηση, μεταποίηση και ταυτότητα προϊόντος. Ταυτόχρονα δε, οι εισαγωγές μας -π.χ.- σε προϊόντα κτηνοτροφικής παραγωγής, υπερέχουν ακόμα κι εκείνων των δαπανών μας για εισαγωγές πετρελαιοειδών προϊόντων…

  10. Και τέλος -και μόνο για την οικονομία της παρούσας παρέμβασής μου- με τον νομικό προσδιορισμό του «κατά κύριο επάγγελμα αγρότη», να μπορούν να τον δανείζονται και να τον χρησιμοποιούν και άλλοι, όπως για παράδειγμα κρεοπώλες, έμποροι, ταβερνιάρηδες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων, λογιστές κα, κι έτσι να μπορούν να παρά-οικονομούν και αυτοί. Και τόσα άλλα…

    ____________________________________
    Υ/Γ.:

Αξίζει να συνυπολογίσει κανείς στις σχετικές εκτιμήσεις του & το στοιχείο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, από έγκυρο αναλυτή, πως: “την περίοδο, 2004, έως 2014, ο όγκος γεωργικής παραγωγής της χώρας μας, μειώθηκε κατά 30%, περίπου”. Ενώ κι ο φίλος, Βασίλης Παζόπουλος, ανάρτησε, πρόπερσι και το ακόλουθο δημοσίευμά του:
«Το 2000 η χώρα είχε 60 νηματουργεία και παρήγαγε νήμα από βαμβάκι το οποίο το έκανε ρούχα. Σήμερα υπάρχει μόνο ένα νηματουργείο μεγάλο, ο Επίλεκτος στα Φάρσαλα. Το βαμβάκι μας εξάγεται στην Τουρκία κυρίως, παίρνουν οι αγρότες 350 εκατ. ευρώ, γίνεται εκεί νήμα και το εισάγουμε πληρώνοντας 1,5 δισ., και τα ρούχα του Ελληνικού Στρατού φτιάχνονται στα Άδανα της Τουρκίας.»